roundcorner.gif (262 bytes)  

ΑΝΤΙΒΑΛΛΙΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ




ΑΝΤΙΒΑΛΛΙΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ
ΟΜΠΡΕΛΑ ΣΕ ΜΙΑ ΑΥΞΑΝΟΜΕΝΗ ΑΠΕΙΛΗ

Το κεφάλαιο της ιστορίας της χρήσης βαλλιστικών πυραύλων ξεκινά με τα
γερμανικά V-2 εναντίον των αγγλικών πόλεων κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο
αλλά η πραγματικότητα που δημιούργησαν είναι το ίδιο αληθινή πενήντα χρόνια
αργότερα: η αντιβαλλιστική άμυνα παραμένει σήμερα οριακή και η σχετική
τεχνολογία άρχισε μόλις πρόσφατα να αναπτύσσεται. Από την άλλη πλευρά η
διασπορά τεχνολογίας βαλλιστικών πυραύλων σε χώρες του Τρίτου Κόσμου
δημιουργεί μια ολοένα αυξανόμενη απειλή ιδιαίτερα για τη Δυτική Ευρώπη αλλά
και για τα μελλοντικά θέατρα επιχειρήσεων.

Των Κώστα Συγγούνη και Φαίδωνα Γ. Καραϊωσηφίδη

Στις δύο ή τρεις περασμένες δεκαετίες η απειλή των βαλλιστικών πυραύλων
μεταβλήθηκε επανειλημμένως για διαφορετικούς κάθε φορά λόγους. Για πολλά
χρόνια η αποκαλούμενη «Ισορροπία του Τρόμου» (σημ. 1) αποτέλεσε την
ασφαλιστική δικλείδα στην αντιπαράθεση Ανατολής-Δύσης. Την περίοδο αυτή η
καλύτερη άμυνα έναντι όλων των απειλών ήταν η κατοχή πυρηνικών όπλων, τα
αποτελεσματικότερα δε μέσα για τη μεταφορά τους στο στόχο ήταν και
παραμένουν οι βαλλιστικοί πύραυλοι. Η ισορροπία λειτουργούσε τόσο καλά σαν
αποτρεπτικός παράγοντας ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος που προσπάθειες για
την ανάπτυξη αντιβαλλιστικών συστημάτων θεωρήθηκαν αποσταθεροποιητικές και
σύντομα υπήρξε σχετική απαγορευτική συμφωνία ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις.
Το σκεπτικό πίσω από τη συμφωνία ΑΒΜ (Αnti-Βallistic Missile Treaty) που
υπογράφηκε στις 26 Μαΐου 1972 ήταν απλό: η απαγόρευση ανάπτυξης
αντιβαλλιστικών συστημάτων απέτρεπε την περαιτέρω ανάπτυξη επιθετικών
πυρηνικών όπλων. Σύμφωνα με τη συνθήκη, κάθε συμβαλλόμενο μέρος ανέλαβε την
υποχρέωση να μην αναπτύξει τέτοια συστήματα. Εξαίρεση αποτελούσε η
δυνατότητα ανάπτυξης αντιβαλλιστικών συστημάτων γύρω από τις πρωτεύουσες
των δύο υπερδυνάμεων, καθώς και σε κάποιες βάσεις βαλλιστικών πυραύλων. Οι
ΗΠΑ ουδέποτε εξάσκησαν αυτό το περιορισμένο δικαίωμα, ενώ και η ΕΣΣΔ
περιορίστηκε στην εγκατάσταση του συστήματος SA-5 γύρω από τη Μόσχα. Το
κενό που παρουσιάζεται στην ύπαρξη αντιβαλλιστικών συστημάτων σήμερα είναι
σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της συμφωνίας ΑΒΜ.
Η επόμενη απειλή αποσταθεροποίησης ήλθε με την εξαγγελία από την κυβέρνηση
Ρέιγκαν της Πρωτοβουλίας Στρατηγικής Αμυνας ή SDI τον Μάρτιο του 1983 που
στόχευε στην ανάπτυξη ενός δικτύου άμυνας που θα προστάτευε τις ΗΠΑ από μια
μαζική σοβιετική πυρηνική επίθεση. Όσο κι αν σε πολλά σημεία του το
πρόγραμμα SDI αποτελούσε ουτοπία, ήταν αντίθετο στο πνεύμα αλλά πιθανότατα
και στο γράμμα της συμφωνίας ΑΒΜ. Χρειάστηκε όμως να περάσουν οκτώ χρόνια
πριν ο πρόεδρος Μπους, τον Ιανουάριο του 1991, υπό το πρίσμα των δραματικών
αλλαγών στη διεθνή πολιτική σκηνή, ανακοινώσει ότι το SDI άλλαζε στόχους. Η
έμφαση πλέον αντί της άμυνας από μαζική επίθεση με διηπειρωτικά βλήματα,
μεταφερόταν στην προστασία από περιορισμένης κλίμακας επιθέσεις
συμπεριλαμβανομένων και των πυραύλων μικρού και μέσου βεληνεκούς σε θέατρα
επιχειρήσεων (σημ. 2). Τo υποβαθμισμένο πλέον και αγνώριστο SDI ονομάστηκε
GPALS (Global Protection Against Limited Strikes). Σύμφωνα με τις τότε
επίσημες δηλώσεις κύριος στόχος του GPALS ήταν «να προστατευθούν οι
Ηνωμένες Πολιτείες και οι Σύμμαχοί τους με την αδρανοποίηση περιορισμένου
αριθμού βαλλιστικών πυραύλων (λιγότερες από 200 πυρηνικές κεφαλές) από
οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη κι αν προέρχονται».
Η εξαγγελία έμελλε να εξελιχθεί σε προφητεία αφού λίγες εβδομάδες αργότερα
η πρώτη αναχαίτιση ενός ιρακινού πυραύλου «SCUD» από ένα «Πάτριοτ»
αποδείκνυε τους κινδύνους από τη διάδοση τέτοιων βαλλιστικών συστημάτων σε
χώρες του Τρίτου Κόσμου, αλλά και την αδυναμία των υπαρχόντων συστημάτων να
αντιμετωπίσουν την απειλή.

Βαλλιστικοί Πύραυλοι
Η ανάπτυξη βαλλιστικών πυραύλων κλιμακώθηκε και κορυφώθηκε στη διάρκεια του
«Ψυχρού Πολέμου» αποδίδοντας μια τεράστια ποικιλία συστημάτων κυρίως σε
ό,τι αφορούσε το βεληνεκές και κατά δεύτερο λόγο τη μεταφορική τους
ικανότητα. Η κατοχή διηπειρωτικών βλημάτων μεγάλου βεληνεκούς(ΙCΒΜ) και σε
μεγάλο βαθμό και αυτών μέσου βεληνεκούς (ΙRΒΜ) παραμένει ακόμη προνόμιο
ολίγων χωρών. Αυτό υπήρξε το αποτέλεσμα της υψηλής τεχνολογίας που
εμπερικλείουν αλλά και της «σύνεσης» που έχουν επιδείξει οι κατασκευάστριες
χώρες στην εξαγωγή τους δεδομένου ότι και τα δύο θεωρούνται καθαρά
στρατηγικά όπλα. Δεν συνέβη όμως κάτι τέτοιο και σε βλήματα με μικρότερο
βεληνεκές, μεγάλος αριθμός από τα οποία εξήχθηκαν τις τρεις τελευταίες
δεκαετίες σε πολλές χώρες. Η πρώην Σοβιετική Ένωση υπήρξε χωρίς αμφιβολία ο
μεγαλύτερος εξαγωγέας του είδους και είναι κυρίως υπεύθυνη για την εξάπλωση
της απειλής που δημιουργούν τα συστήματα αυτού του είδους.
Η διάκριση ανάμεσα σε τακτικά και στρατηγικά πυραυλικά βαλλιστικά συστήματα
είναι αυθαίρετη και έχει σε μεγάλο βαθμό νόημα μόνο για τους κατόχους
ICBM/IRBM, δηλαδή τις υπερδυνάμεις. Για τις κλίμακες όπου αναπτύσσονται οι
δραστηριότητες των τελευταίων, πύραυλοι με βεληνεκές μερικών εκατοντάδων
χιλιομέτρων είναι ασφαλώς τακτικά όπλα. Για όλες όμως τις άλλες χώρες όπου
οι απειλές και τα συμφέροντά τους τοποθετούνται σε πολύ στενότερα πλαίσια,
τα συστήματα αυτά έχουν στρατηγικό χαρακτήρα. Συστήματα όπως οι FROG και
αργότερα οι SCUD πουλήθηκαν αρχικά σαν τακτικά πυραυλικά συστήματα, υπό το
πρίσμα όμως της χρήσης της οποίας έτυχαν ιστορικά και με βεληνεκές έως και
600 χιλιόμετρα οριοθετούν και το είδος της απειλής στο οποίο αναφερόμαστε
στο παρόν άρθρο.
Τέτοια συστήματα χρησιμοποιούνται για περισσότερα από τριάντα χρόνια αλλά η
απειλή κορυφώθηκε μόλις πρόσφατα με την τεράστια εξάπλωσή τους σε χώρες του
Τρίτου Κόσμου. Οι πρώτες επιχειρησιακές χρήσεις βαλλιστικών πυραύλων μικρού
βεληνεκούς έγιναν στη διάρκεια του αραβοϊσραηλινού πολέμου του 1973, ενώ τη
δεκαετία του 1980 στη σύγκρουση Ιράν-Ιράκ περισσότεροι από 400 SCUD
εκτοξεύθηκαν από κάθε πλευρά. Ο «πόλεμος των πόλεων» όπως έγινε γνωστός,
ήταν μια προσπάθεια κάμψης του ηθικού της άλλης πλευράς με την προσβολή
πολιτικών στόχων στα μετόπισθεν, μια στρατηγική δηλαδή ενέργεια.
Το πρώτο περιστατικό όπου πύραυλος τέτοιου τύπου εκτοξεύθηκε εναντίον
Δυτικού κράτους από χώρα του Τρίτου Κόσμου σημειώθηκε όταν η Λιβύη
χρησιμοποίησε δύο τέτοιους πυραύλους κατά εγκαταστάσεων του ΝΑΤΟ στο μικρό
ιταλικό νησί Λαμπεντούσα το 1986 μετά από τη γνωστή αμερικανική αεροπορική
επιδρομή κατά της Τρίπολης. Χρήση βαλλιστικών πυραύλων έγινε σε μεγάλη
κλίμακα στη διάρκεια του πολέμου στο Αφγανιστάν την περίοδο 1988-1991,
χωρίς να υπάρξει μεγάλη δημοσιότητα αν και πιθανότατα χρησιμοποιήθηκαν
περισσότεροι από 2.000 πύραυλοι. Φυσικά η πλέον γνωστή περίπτωση αφορά την
εκτόξευση 80 περίπου SCUD/Al Hussein στη διάρκεια του πολέμου του Κόλπου.
Όπως έχουμε τονίσει και σε παλαιότερες αναφορές οι βαλλιστικοί πύραυλοι
μικρού βεληνεκούς (SRBM) ασκούν μια αξιοσημείωτη έλξη στις χώρες του Τρίτου
Κόσμου. Όπως φαίνεται και από το σχετικό πίνακα ο αριθμός των χωρών που
διαθέτουν τέτοια συστήματα ή θα αποκτήσουν σύντομα όλο και μακραίνει. Οι
λόγοι είναι απλοί. Οι SRBM είναι:
– απλοί στη χρήση και μπορούν να ενταχθούν εύκολα στη δομή οποιουδήποτε
στρατού,
– έχουν χαμηλό κόστος απόκτησης και συντήρησης,
– μπορούν σε πολλές περιπτώσεις, όπως αποδείχθηκε, να συναρμολογηθούν, να
κατασκευαστούν ακόμη και να βελτιωθούν από κράτη με περιορισμένη
βιομηχανική υποδομή,
– τα περισσότερα συστήματα είναι κινητά και οι εκτοξευτές μπορούν να
παραμείνουν κρυμμένοι μέχρι και λίγο πριν την εκτόξευση.
Από την άλλη πλευρά οι περισσότεροι πύραυλοι αυτού του είδους σχεδιάστηκαν
για να φέρουν πυρηνική ή κεφαλή χημικού πολέμου. Έτσι οι απαιτήσεις για
ακρίβεια βολής ήταν περιορισμένη, κάτι που τα καθιστά όπλα μικρής αξίας
όταν είναι εξοπλισμένα με απλές εκρηκτικές κεφαλές. Εδώ βέβαια θα πρέπει να
σημειωθεί ότι η διασπορά των SRBM συνοδεύτηκε και με την προσπάθεια πολλών
χωρών του Τρίτου Κόσμου να αποκτήσουν χημικά όπλα (τα «πυρηνικά των
φτωχών», όπως χαρακτηριστικά αποκαλούνται) δεδομένου ότι, σε αντίθεση με τα
πυρηνικά, δεν υπάρχει κανένας απολύτως διεθνής περιορισμός στη διασπορά
τους ή στη μεταφορά τεχνολογίας για την κατασκευή τους. Αντίθετα υπάρχει
εδώ και πολλές δεκαετίες συνθήκη που απαγορεύει τη χρήση τους, κάτι που
αποτελεί σχήμα οξύμωρο.

Πύραυλοι Cruise
Αν και οι περισσότερες μελέτες συμφωνούν ότι η κύρια απειλή στο μέλλον
προέρχεται κυρίως από τους βαλλιστικούς πυραύλους, δεν μπορεί σε καμιά
περίπτωση να παραβλεφθεί και ο κίνδυνος από τους πυραύλους Κρουζ. Οι
σημερινοί πύραυλοι αυτού του τύπου έχουν υψηλές επιχειρησιακές δυνατότητες
προσφέροντας παράλληλα και υψηλή ακρίβεια βολής. Η αποτελεσματικότητά τους
είναι αποτέλεσμα προηγμένων συστημάτων πλοήγησης όπως το αμερικανικό TERCOM
που βασίζεται σε παρακολούθηση αναγλύφου που ανά τακτικά διαστήματα
συγκρίνεται με τα αποθηκευμένα δεδομένα προερχόμενα από δορυφόρους.
Η ανάπτυξη τέτοιων όπλων εξακολουθεί να εμπερικλείει τεχνολογία που ξεπερνά
τις δυνατότητες των περισσότερων χωρών, αλλά η μεταφορά σχετικής
τεχνολογίας από την πρώην Σοβιετική Ένωση είναι και εδώ καθοριστικός
παράγων... Για όλους φυσικά που φιλοδοξούν να αναπτύξουν τέτοια συστήματα,
το κύριο πρόβλημα θα αποτελέσει το σύστημα πλοήγησης. Μόνον οι Υπερδυνάμεις
για παράδειγμα έχουν αυτήν τη στιγμή πραγματικά ακριβείς υψομετρικούς
χάρτες που είναι απαραίτητοι για τη λειτουργία του, αλλά η χρησιμοποίηση
του συστήματος GPS (Global Positioning System) ή του σοβιετικού ανάλογου
GLONASS, μπορεί να προσδώσει την απαιτούμενη ακρίβεια και η προσαρμογή ενός
δέκτη στο σύστημα πλοήγησης είναι απλούστατη. Η ακρίβεια βολής με τα
εμπορικά διαθέσιμα συστήματα δεν πρόκειται ποτέ να γίνει καλύτερη των 100
μέτρων (CEP, σημ. 3), αλλά δεν υπάρχουν και υψηλότερες απαιτήσεις.

Το πρόβλημα της διασποράς και η πραγματική απειλή
Το βασικό πρόβλημα αυτήν τη στιγμή είναι η διασπορά των βαλλιστικών
πυραύλων (αλλά και πυραύλων τύπου Cruise) σε χώρες του Τρίτου Κόσμου σε
συνδυασμό με το γεγονός του ότι δεν υπάρχει πρακτική άμυνα εναντίον τους.
Όπως θα δούμε παρακάτω ο πόλεμος του Κόλπου είναι το γεγονός που αφύπνισε
τις περισσότερες χώρες για την ανάγκη ανάπτυξης αντιβαλλιστικών συστημάτων,
αλλά η σχετική έρευνα προχωρά μάλλον αργότερα από την εξέλιξης της απειλής.
Είναι εδώ απαραίτητο να τονίσουμε ότι η κατοχή βαλλιστικών πυραύλων από μία
χώρα δεν σημαίνει αυτομάτως ότι υφίσταται και απειλή για την Ευρώπη ή τις
ΗΠΑ. Όπως προαναφέραμε η εμβέλεια των περισσοτέρων βλημάτων σήμερα δεν
υπερβαίνει τα 600 χιλιόμετρα. Δεδομένης της γεωγραφικής διασποράς των
απειλών, η εμβέλεια αυτή δεν είναι αρκετή για να πληγούν σημαντικοί στόχοι
στη Δυτική Ευρώπη. (Σημ. 4)
Οι εκτιμήσεις σχετικά με τον αριθμό των χωρών που διαθέτουν βαλλιστικούς
πυραύλους ποικίλλουν ανάλογα με την πηγή, αλλά οι περισσότεροι συμφωνούν
ότι είναι τουλάχιστον 15 και πιθανότατα θα φτάσουν τις 24 πριν από το τέλος
του αιώνα. Οι ίδιες όμως εκτιμήσεις αναφέρουν ότι πριν από το τέλος του
αιώνα αρκετές τριτοκοσμικές χώρες θα διαθέτουν συστήματα IRBM ικανά να
πλήξουν την Ευρώπη και μέσα στην επόμενη δεκαετία ίσως χαθεί και το
απυρόβλητο που απολαμβάνουν σήμερα οι ΗΠΑ. Έτσι πέντε ή έξι χώρες θα
διαθέτουν σε μια δεκαετία πυραύλους με βεληνεκές 3.000 χιλιόμετρα, ενώ
τουλάχιστον τρεις θα διαθέτουν όπλα με ακτίνα δράσης 5.000. Το πόσο ραγδαία
θα είναι η εξέλιξη των πραγμάτων θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες μη
εξαιρουμένης και της μεταφοράς τεχνολογίας από την πρώην ΕΣΣΔ με τη μορφή
της μετανάστευσης επιστημόνων.
Η άλλη πτυχή της απειλής είναι ο εξοπλισμός των πυραύλων με κεφαλές μαζικής
καταστροφής. Η πραγματικότητα είναι πως προς το παρόν μόνο η Κίνα, το
Ισραήλ και η Ινδία έχουν πυρηνικές δυνατότητες, αλλά και εκεί η διασπορά
της σχετικής τεχνολογίας έχει πάρει ανησυχητικές διαστάσεις. Ακόμη όμως και
πύραυλοι με χημικές ή βιολογικές κεφαλές αποτελούν σημαντική απειλή εάν
ριφθούν σε μεγάλα αστικά κέντρα.

Οι εστίες κινδύνου
Η ακριβής «χαρτογράφηση» των χωρών από όπου προέρχονται ή θα προέλθουν
μελλοντικά οι κίνδυνοι είναι μάλλον δύσκολη. Αυτό αποδεικνύεται και από το
γεγονός ότι ακόμη και υπηρεσίες όπως η CIA έχουν κατά καιρούς ανασκευάσει
τις εκτιμήσεις τους περί του θέματος. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο κίνδυνος
δεν είναι πραγματικός και η ανάγκη για την ανάπτυξη αντιπυραυλικής ομπρέλας
ανύπαρκτη. Το γεγονός ότι σήμερα η απειλή αφορά κάποιες περιοχές
μεσογειακών ευρωπαϊκών χωρών ή της ανατολικής Ευρώπης δεν σημαίνει ότι η
κατάσταση θα παραμείνει για πολύ έτσι. Τα όσα αναφέραμε παραπάνω
αποδεικνύουν ακριβώς το αντίθετο. Αν όμως είναι δύσκολο να κατονομαστούν
-εκτός εξόφθαλμων περιπτώσεων- συγκεκριμένες χώρες που αποτελούν απειλή για
την ασφάλεια της Ευρώπης στον τομέα αυτό, είναι ευκολότερη η επισήμανση
ζωνών ή περιοχών από όπου θα μπορούσε να προέλθουν τέτοιοι κίνδυνοι.
Διάφορες χώρες που προήλθαν από τη διάλυση της ΕΣΣΔ είναι ένα τέτοιο
παράδειγμα. Η αυξανόμενη επιρροή των φανατικών Μουσουλμάνων σε χώρες όπως η
Αλγερία και η Αίγυπτος ενέχουν επίσης κινδύνους, ενώ χώρες που διατηρούν
σχέσεις με τη Β. Κορέα, την Ινδία, το Πακιστάν και την Κίνα θα μπορούσαν να
αποκτήσουν τη σχετική τεχνολογία και να εξελιχθούν σε απειλές.
Κάποιες από τις δημοκρατίες που προήλθαν από την πρώην ΕΣΣΔ έχουν στα
οπλοστάσια τους βαλλιστικά βλήματα από το σοβιετικό οπλοστάσιο και κάποιες
θα μπορούσαν να τα κατασκευάσουν σε μεγαλύτερες ποσότητες και να εξάγουν σε
χώρες με τις οποίες έχουν ιδεολογική ή θρησκευτική συγγένεια.
Ένα κύμα θρησκευτικού φανατισμού σαρώνει τον μουσουλμανικό κόσμο από άκρη
σε άκρη. Ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτες είναι οι περιπτώσεις της Αλγερίας και της
Αιγύπτου. Η πρώτη, από όσο γνωρίζουμε, δεν έχει κάποιο πυραυλικό πρόγραμμα
σε εξέλιξη. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με τη δεύτερη. Ο κύριος άξονας
των αιγυπτιακών ερευνών στον τομέα στρέφεται γύρω από τα προγράμματα VECTOR
και TT, που πιθανότατα είναι βελτιώσεις των πυραύλων SCUD-C και -Β (που ήδη
κατασκευάζεται τοπικά) αντίστοιχα, με βάση και την τεχνογνωσία που έχουν
αποκτήσει οι αιγύπτιοι επιστήμονες τις προηγούμενες δεκαετίες. Να
υπενθυμίσουμε ότι τότε υπήρχαν σε ανάπτυξη δύο πολύ φιλόδοξα προγράμματα,
τα CONDOR και BADR-2000, τα οποία επιβραδύνθηκαν και τελικά σταμάτησαν
ύστερα από δυτικές πιέσεις.
Φυσικά η αποδεδειγμένη απειλή στο χώρο της Μεσογείου είναι η Λιβύη. Η χώρα
αυτή κατέχει πυραύλους SCUD-B και προσπάθησε, χωρίς όμως επιτυχία, να
αποκτήσει ένα όπλο με βεληνεκές μεγαλύτερο των 600 χιλιομέτρων της
κατηγορίας SCUD-C από τη Βόρειο Κορέα ή Μ-9 από την Κίνα. Από την άλλη
πλευρά πιστεύεται ότι υπήρξε τουλάχιστον αρχική συνεργασία με την πρώτη για
τη μετατροπή του SCUD-B σε ένα όπλο με ακτίνα τουλάχιστον 1.000
χιλιομέτρων. Λίγα είναι σχετικά γνωστά αν και ένα από τα τοπικά
προγράμματα, το AL FATAH, είχε στόχο τη δημιουργία όπλου με βεληνεκές 1.000
χλμ. και μεταφορική ικανότητα 500 κιλών με βάση το βορειοκορεατικό Ro-Dong
1 που έχει ακτίνα δράσης 1.000 χλμ. και μεταφορική ικανότητα 1.000 κιλών.
Η Συρία είναι μια άλλη χώρα που παρουσιάζεται ιδιαίτερα κινητική, και
σήμερα διαθέτει μεγάλο αριθμό SCUD-B και SSC-1B SEPAL (πύραυλοι Κρουζ
εναντίον πλοίων). Επίσης έχει προμηθευτεί κινέζικους Μ-9 και Μ-11, αν και η
πιο ανησυχητική εξέλιξη αφορά τη δυνατότητα εγχώριας παραγωγής του SCUD-C
που πιθανά έχει αποκτήσει με βοήθεια της Βόρειας Κορέας. Επίσης,
πιθανολογείται η ύπαρξη εγκαταστάσεων ανάπτυξης εγχώριων σχεδιάσεων και
είναι κοινό μυστικό ότι αρκετοί σοβιετικοί επιστήμονες είναι αυτήν τη
στιγμή στη Συρία.
Τέλος ανατέλλουσα αυτήν τη στιγμή τοπική υπερδύναμη, το Ιράν, διαθέτει
αξιολογότατες ένοπλες δυνάμεις, αφού είναι γνωστό ότι έγινε ο αποδέκτης
μερικών από τα πιο προηγμένα σοβιετικά όπλα. Όπως φαίνεται και από τον
πίνακα, όχι μόνο έχει ανεπτυγμένη βιομηχανία παραγωγής πυραύλων ξένων
σχεδιάσεων, αλλά και παρουσιάζει δικές του κατασκευές. Βέβαια, προς το
παρόν δεν διαθέτει δυνατότητα πλήγματος προς την Ευρώπη, αλλά μέχρι το
τέλος της δεκαετίας αυτό φαίνεται να είναι πολύ πιθανό.

Αντιμετωπίζοντας την πυραυλική διασπορά
Η εικόνα όπου ένα από τα κράτη που περιβάλλει την ευρωπαϊκή ήπειρο θα
διαθέτει τα μέσα για να πλήξει στόχους σ' αυτήν μπορεί να γίνει
πραγματικότητα μέσα στα αμέσως επόμενα χρόνια. Οι επιλογές για να
αντιμετωπίσει η ενωμένη Ευρώπη την κλιμάκωση της απειλής δεν είναι πολλές.
Υπάρχει βέβαια η «ισραηλινή συνταγή» της προληπτικής καταστροφής στόχων
όπως εργοστασίων κατασκευής βάσεων πυραύλων και της σχετικής υποδομής. Η
λύση όμως αυτή είναι και θα παραμείνει πολιτικά απαράδεκτη.
Το αμέσως επόμενο βήμα είναι η δημιουργία μιας κατάστασης αποτροπής
ανάλογης μ' αυτής που ίσχυε την περίοδο της «Ισορροπίας του Τρόμου».
Υπάρχουν όμως σοβαρές αμφιβολίες εάν οι απειλές εναντίον χωρών που
σαρώνονται από κύματα θρησκευτικού φανατισμού θα έχουν οποιοδήποτε
αποτέλεσμα.
Η δημιουργία μιας αντιβαλλιστικής ομπρέλας είναι μια από τις πιθανές
λύσεις, αλλά κάθε τέτοιο σύστημα δεν μπορεί ποτέ να είναι 100%
αποτελεσματικό και τα τεχνολογικά και άλλα προβλήματα που εμπεριέχει η
κατασκευή του ξεπερνούν τις δυνατότητες που διαθέτουμε σήμερα. Δεν
χρειάζεται φυσικά να αναφέρουμε ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα στην εφαρμογή
της αντιπυραυλικής ομπρέλας σε μεγάλη κλίμακα είναι απλά το δυσθεώρητο
κόστος.
Πρακτικά ανεφάρμοστη είναι επίσης και η λύση της παθητικής πολιτικής άμυνας
με την οργάνωση των μέσων και των διαδικασιών που θα προστατεύσουν και θα
διασώσουν τον πληθυσμό σε περίπτωση εχθρικής επίθεσης.
Από την άλλη πλευρά, κάτω από τις κατάλληλες προϋποθέσεις πραγματική λύση
στο πρόβλημα της πυραυλικής διασποράς θα μπορούσε να δώσει ο έλεγχος της
διασποράς της σχετικής τεχνολογίας. Σήμερα η μοναδική σχετική συμφωνία
είναι η MTCR (Missile Technology Control Regime) που υπογράφηκε το 1987
ανάμεσα στις ΗΠΑ, τη Γαλλία, τον Καναδά, τη Γερμανία, τη Μ. Βρετανία, την
Ιταλία και την Ιαπωνία, ενώ σήμερα οι χώρες που έχουν υπογράψει τη συμφωνία
είναι πλέον 23. Θα πρέπει να τονιστεί ότι η MTCR δεν είναι συνθήκη αλλά
συμφωνία συνεργασίας που απαγορεύει την πώληση υποσυστημάτων και σχετικής
τεχνολογίας που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για πυραυλικά συστήματα (το όριο
διάκρισης των συστημάτων είναι βεληνεκές 300 χιλιομέτρων και μεταφορική
ικανότητα 500 κιλών).
Από τα παραπάνω είναι εμφανές ότι δεν υφίσταται σήμερα μια και μοναδική
λύση στην αντιμετώπιση της απειλής από τη διασπορά βαλλιστικών πυραύλων. Η
λύση είναι περισσότερο ένας συνδυασμός μέτρων συμπεριλαμβανομένης και της
ανάπτυξης μιας αντιπυραυλικής ομπρέλας για την οποία θα μιλήσουμε παρακάτω.

Συστήματα αντιβαλλιστικής άμυνας

Η ανάγκη για αντιβαλλιστική προστασία έγινε ιδιαίτερα αισθητή μετά τον
πόλεμο του Κόλπου έστω κι αν η διασπορά των βαλλιστικών πυραύλων και η
επιχειρησιακή τέτοιων συστημάτων είχε αρχίσει από τις αρχές της δεκαετίας
του 1970. Μελέτες που αναφέρονται σε επιχειρήσεις εκείνης της περιόδου
αποκαλύπτουν δύο βασικά προβλήματα:
– τις σοβαρές ελλείψεις στον τομέα της έγκαιρης προειδοποίησης, και
– την ανεπαρκή αποτελεσματικότητα συστημάτων που δεν διέθεταν έγκαιρη
προειδοποίηση.
Το πολυδιαφημισμένο σύστημα PATRIOT, δεν απέτυχε αφού δεν είχε σχεδιαστεί
για αντι-πυραυλική άμυνα. Απέδειξε όμως περίτρανα τα προβλήματα που θα
αντιμετωπίσουν οι σχεδιαστές της επόμενης γενιάς τέτοιων συστημάτων. Προς
το παρόν αν και καταβάλλονται πολλές προσπάθειες για την επέκταση των
δυνατοτήτων των υπαρχόντων συστημάτων, αυτά δεν μπορούν παρά να αποτελέσουν
μια μεταβατική κατάσταση.
Όλες οι σχετικές μελέτες έχουν αποδείξει ότι η αντιβαλλιστική ομπρέλα δεν
είναι ένα και μοναδικό σύστημα αλλά ένας συνδυασμός συστημάτων που θα
επικαλύπτουν το ένα το άλλο σε δυνατότητες.
Στο ένα άκρο του φάσματος των πιθανών λύσεων, ένα επίγειο σύστημα
πιθανότατα θα μπορούσε να έχει και στοιχεία κατόπτευσης και πρόσκτησης
στόχων τοποθετημένα σε τροχιά που θα τροφοδοτούν τα επίγεια ραντάρ έρευνας
και ελέγχου βολής. Ένα τέτοιο σύστημα εκτός του ότι αποτελεί την «ακριβή»
λύση, ίσως παραβιάσει και τις υφιστάμενες συνθήκες για τη μη
στρατιωτικοποίηση του Διαστήματος. Υπάρχει και η «λύση χαμηλού κόστους» με
αυτόνομα συστήματα τοπικής άμυνας συγκρίσιμα σε επιχειρησιακή ανάπτυξης με
τον «Πάτριοτ» όπως το υπό ανάπτυξη αμερικανικό σύστημα THAAD. Μια ενδιάμεση
λύση τόσο από πλευράς κόστους όσο και από πλευράς απόδοσης θα ήταν η
ενίσχυση των αυτόνομων συστημάτων συνδέοντάς τα με κάποιο περιφερειακό
δίκτυο παροχής στοιχείων έγκαιρης προειδοποίησης που ίσως περιλαμβάνει και
στοιχεία σε διαστημική τροχιά.
Στην άλλη άκρη του φάσματος βρίσκεται η αμερικανική προσπάθεια και το
πρόγραμμα GPALS.
Ποιες όμως θα είναι οι σχεδιαστικές απαιτήσεις από ένα επίγειο σύστημα
εναντίον βαλλιστικών πυραύλων;
Μια απάντηση στο παραπάνω ερώτημα απαιτεί πρώτα αποσαφήνιση της απειλής. Η
τελευταία μελλοντικά θα προέρχεται από πυραύλους με όλο και αυξανόμενο
βεληνεκές, ενώ η βαλλιστική τροχιά που ακολουθούν θα είναι όλο και
αποτελεσματικότερη επιτρέποντας στις κεφαλές επανείσοδο με μικρές γωνίες
και μεγάλες ταχύτητες. Είναι έτσι φανερό ότι η αναχαίτιση τους θα γίνεται
όλο και δυσκολότερη. Αλλά και η πιθανότητα οι ίδιες οι κεφαλές να περιέχουν
πυρηνικό, χημικό ή βιολογικό φορτίο κλιμακώνει φυσικά το πρόβλημα.
Από την άλλη πλευρά οι απαιτήσεις από ένα γενικότερο δίκτυο αντιπυραυλικής
άμυνας είναι:
– υψηλός βαθμός αποτελεσματικότητας που θα πρέπει να κορυφώνεται όταν η
προστασία παρέχεται σε ζώνες που περιλαμβάνουν αμάχους όπου δεν υπάρχουν
διαθέσιμα άλλα μέσα προστασίας από τα αποτελέσματα της προσβολής.
– το ελάχιστο ύψος αναχαίτισης θα πρέπει να είναι σημαντικά αυξημένο εάν η
απειλή προέρχεται από πυραύλους με πυρηνική, χημική ή βιολογική γόμωση, ή
πλήρη αδρανοποίηση και όχι εκτροπή της επερχόμενης κεφαλής.
Έτσι μπορούν να σκιαγραφηθούν και οι απαιτούμενες τεχνολογίες που θα πρέπει
να αναπτυχθούν για την επίτευξη του τελικού σκοπού:
– παγκόσμιο δορυφορικό δίκτυο επιτήρησης με την απαραίτητη επίγεια υποδομή.
Στην καλύτερη των περιπτώσεων θα μπορούν να παράσχουν στοιχεία έγκαιρης
προειδοποίησης ή τουλάχιστον να μπορούν να επισημάνουν τους χώρους
εκτόξευσης για την προσβολή τους με εναέρια ή άλλα μέσα
– ανάπτυξη δικτύου στοιχείων για την επισήμανση και ιχνηλάτηση επερχόμενων
κεφαλών βαλλιστικών πυραύλων στη μορφή είτε επίγειων ραντάρ ή εναέριων
αισθητήρων υπερύθρων
– σύστημα κέντρων διαχείρισης στοιχείων που προέρχεται από το δίκτυο
επιτήρησης και διοίκησης των διαθέσιμων οπλικών συστημάτων.
– τεχνολογία πυραύλων αναχαίτισης μαζί με τα παρελκόμενα υποσυστήματα
κατεύθυνσης, τις κεφαλές και τα συστήματα πυροδότησης.
Όλα τα παραπάνω θα πρέπει να έχουν αρκετή επιχειρησιακή ευελιξία ώστε να
μπορούν να αναπτυχθούν για την προστασία πιθανών στόχων, ανάλογα με τις
εκάστοτε ανάγκες, αλλά και να εμπερικλείουν τη δυνατότητα ανάπτυξης για την
αντιμετώπιση μελλοντικών απειλών.

Η αντι-βαλλιστική ομπρέλα σήμερα

ΗΠΑ
Το σύστημα PATRIOT είναι σήμερα το κύριο σύστημα αντιβαλλιστικής άμυνας, αν
και πύραυλοι HAWK έχουν αναβαθμιστεί για την παροχή άμυνας σημείου. To
Πρόγραμμα Ταχείας Αντίδρασης Πάτριοτ (Patriot Quick Response Program) του
Αμερικανικού Στρατού υλοποίησε μια σειρά βελτιώσεων σε ατέλειες ή
προβλήματα που εμφανίστηκαν στην επιχειρησιακή χρήση του συστήματος την
περίοδο 1991-'92. Οι βελτιώσεις περιλαμβάνουν τη δυνατότητα εύκολης και
άμεσης ανάπτυξης ή αναδιάταξης των μονάδων πυρός, τη δυνατότητα τοποθέτησης
των εκτοξευτών σε αποστάσεις μέχρι και 12 χιλιόμετρα από το συνεργαζόμενο
ραντάρ ελέγχου βολής και τροποποιήσεις στο όλο σύστημα που του επιτρέπει
αυξημένη απόδοση εναντίον Τακτικών Βαλλιστικών Πυραύλων (Tactical Ballistic
Missiles, ΤΒΜ). Παράλληλα προωθείται και το πρόγραμμα αναβάθμισης των
πυραύλων του συστήματος στα πλαίσια του οποίου ο Αμερικανικός Στρατός
άρχισε να παραλαμβάνει από τον περασμένο Φεβρουάριο 350 βλήματα PAC-2. Το
πρόγραμμα PAC-2 (Patriot Advanced Capability - Πάτριοτ Αναβαθμισμένης
Ικανότητας) αφορά βελτιώσεις στο σύστημα λήψης πληροφοριών και αλλαγές στη
θραυσματογόνο κεφαλή, ώστε να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις αναχαίτισης
πυραύλων τύπου SCUD.
Αναφορικά με τα αντιαεροπορικά συστήματα τύπου Hawk σε υπηρεσία με το Σώμα
των Αμερικανών Πεζοναυτών, αναμένεται να αποκτήσουν μέχρι το τέλος του 1996
ικανότητα αναχαίτισης ΤΒΜ. Οι τροποποιήσεις έχουν γίνει κυρίως στο ραντάρ
επιτήρησης AN/TPS-59 ώστε να μπορεί να επισημάνει TMB σε μεγάλες αποστάσεις
και μεγάλα ύψη. Βελτιώσεις έχουν επίσης υποστεί το κέντρο Ελέγχου και
Διοίκησης (C2), μαζί με το σύστημα επικοινωνιών που ενώνει τα δύο
υποσυστήματα ώστε αν είναι δυνατή η ταχύτερη διακίνηση των στοιχείων βολής
δεδομένου ότι οι ΤΒΜ είναι σημαντικά ταχύτεροι στη φάση της επανεισόδου από
οποιοδήποτε αεροσκάφος που οι HAWK έχουν σχεδιαστεί να αναχαιτίζουν. Η
αποτελεσματικότητα των τροποποιήσεων δοκιμάστηκε σε δύο επιτυχημένες
δοκιμαστικές αναχαιτίσεις πυραύλων τύπου Lance στο Κέντρο Πυραυλικών
Δοκιμών White Sands.
Στον τομέα της υποδομής η Αμερικανική Αεροπορία από τον περασμένο μήνα
ενεργοποίησε το πρώτο κέντρο Έγκαιρης Προειδοποίησης Επίθεσης και
Εκτόξευσης στο Θέατρο Επιχειρήσεων (ALERT, Attack and Launch Early
Reporting to Theater) που προωθεί στοιχεία από το υφιστάμενο δορυφορικό
σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης μέσω του συστήματος TIBS (Tactical
Information Broadcast System) και TDDS (Tactical Data Dissemination System)
στις αμερικανικές δυνάμεις που είναι ανεπτυγμένες σε θέατρα επιχειρήσεων
στο εξωτερικό. Στην άλλη πλευρά του δικτύου έχουν αναπτυχθεί κινητοί
σταθμοί λήψεως (JTAGS, Joint Tactical Ground Stations) που έχουν τη
δυνατότητα εκτός της επικοινωνίας με το κέντρα ALERT και απευθείας
επικοινωνίας και επεξεργασίας στοιχείων έως και από τρεις δορυφόρους
έγκαιρης προειδοποίησης.
Σήμερα με εξαίρεση το Ισραήλ, μόνο οι Ηνωμένες Πολιτείες διεξάγουν
εμπεριστατωμένη έρευνα σχετική με την αντιβαλλιστική άμυνα στα πλαίσια του
προγράμματος GPALS που διαδέχθηκε το SDI από τον Ιανουάριο του 1991. Αν και
το πρόγραμμα υφίσταται συνεχώς αλλαγές και υποβαθμίσεις μπορούμε να
αναγνωρίσουμε σ' αυτό τα παρακάτω υπο-προγράμματα
Σε τακτικό επίπεδο, για την αντιμετώπιση απειλών στο θέατρο επιχειρήσεων
αναπτύσσονται δύο επίγεια συστήματα που θα αναλάβουν να καλύψουν δύο
διαφορετικές ανάγκες.
Για την αναχαίτιση στόχων σε μικρό ύψος (κάτω από 100 χιλιόμετρα) και την
«άμυνα σημείου» από επερχόμενους βαλλιστικούς ή πυραύλους Κρουζ
αναπτύσσεται το πυραυλικό σύστημα ERINT που έχει αρχίσει δοκιμές εδώ και
δύο περίπου χρόνια.
Για την αναχαίτιση σε μεγαλύτερα ύψη (100-200 χιλιόμετρα) η Λόκχιντ Μάρτιν
αναπτύσσει το σύστημα THAAD που δοκιμάστηκε για πρώτη φορά τον περασμένο
Απρίλιο. Και στις δύο περιπτώσεις η καταστροφή των επερχόμενων κεφαλών θα
γίνεται χωρίς τη χρήση εκρηκτικών, αλλά με την κινητική ενέργεια των
αναχαιτιστικών βλημάτων.
Στη διαστημική και στρατηγική πτυχή του το GPALS θα αναπτύξει σε ύψος
400-500 χιλιομέτρων 60 δορυφόρων επισήμανσης στόχων γνωστών σαν Brilliant
Eyes που θα συνεργάζονται με άλλους δορυφόρους εξοπλισμένους με
αναχαιτιστικά βλήματα κινητικής ενέργειας γνωστά σαν Brilliant Pebbles. Ο
αριθμός των τελευταίων υπολογίζεται σε 500-1000. Το πρόγραμμα στην ουσία
προτάθηκε πριν 3 χρόνια και οι δοκιμές είναι ακόμη σε αρχικό στάδιο.
Για να καλυφθεί το κενό ανάμεσα στο τακτικό και στρατηγικό μέρος του
συστήματος, υπάρχει η πρόβλεψη για την ανάπτυξη τουλάχιστον δύο ακόμη
επιγείων συστημάτων. Στο παρελθόν αυτά είχαν επισημανθεί σαν το GBI (Ground
Based Interceptor) και το Ε2Ι (Εndo/Εxo-atmoshperic Interceptor). Οι
ακριβείς όμως προθέσεις σχετικά με τα τελευταία είναι σήμερα υπό
αναθεώρηση.
Τη διαχείριση του αντιβαλλιστικού προγράμματος των ΗΠΑ έχει αναλάβει να
συντονίζει ο Οργανισμός Προστασίας από Βαλλιστικούς Πυραύλους BMDO
(Ballistic Missile Defence Organization). Ένα από τα βασικά μεταβατικά
προγράμματα κορμού που ο BMDO είχε υπό εξέλιξη ήταν και το PAC-3, η τρίτη
δηλαδή φάση εξέλιξης του Patriot με σημαντικές αντιβαλλιστικές δυνατότητες
σε σχέση με τους προγόνους του. Σημαντική καμπή του προγράμματος υπήρξε η
απόφαση τον Μάιο του 1994 να συγχωνευθεί ο PAC-3 με το πρόγραμμα ERINT που
ανέλαβε πλέον να καλύψει τις αντιβαλλιστικές ανάγκες σε αποστάσεις μέχρι
και 100 χιλιόμετρα. Το σύστημα αναπτύσσει η Loral Vought από το Μάιο του
1994 και παρουσιάζει, σε σχέση με τον παλαιότερο PAC-3, το πλεονέκτημα ότι
βασίζει την αναχαίτιση σε απευθείας πρόσκρουση (hit-to-kill). Η τελευταία
αποδείχθηκε ιδιαίτερα αποτελεσματική σε δοκιμές εναντίον προσομοιώσεων
πυραύλων με κεφαλές μαζικής καταστροφής. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι
οι υφιστάμενοι εκτοξευτές του συστήματος τετραπλασιάζουν τις δυνατότητές
τους αφού τώρα μπορούν να δεχθούν 16 από τα νέα βλήματα PAC-3.
Μια άλλη σημαντικότατη εξέλιξη στο αμερικανικό αντιβαλλιστικό πρόγραμμα
είναι η εμπλοκή του Αμερικανικού Ναυτικού και πρόγραμμα NAD (Navy Area
Defence - Αμυνα Περιοχής Ναυτικού) για αναβάθμιση του πυραύλου Standard 2
Block ΙVΑ. Οι τελικές δυνατότητες αναμένονται τουλάχιστον ισάξιες με αυτές
του PAC-3, αφού το σύστημα Aegis που καθοδηγεί τους πυραύλους SM-2 εύκολα
προσαρμόζεται στις απαιτήσεις. Το ραντάρ AN/SPY-1 ήδη έχει πιστοποιηθεί για
παρακολούθηση και πρόσκτηση βαλλιστικών βλημάτων για ενδοατμοσφαιρική
αναχαίτιση και απομένει η ολοκλήρωση των δοκιμών που αφορούν τη συνεργασία
και με άλλους αισθητήρες, ώστε οι απαραίτητες αλλαγές να γίνουν σε όσες
μονάδες κριθεί απαραίτητο. Η νέα κλάση καταδρομικών Arleigh Burke (DDG51)
θα ενσωματώνει εξαρχής αυτές τις αλλαγές. Το ίδιο το βλήμα ενσωματώνει
υπέρυθρο αισθητήρα (imaging infa-red) μαζί με την κεραία ραντάρ και
αναμένεται να αρχίσει τις δοκιμές μέσα στο 1998.
Το κεντρικό πρόγραμμα αντιβαλλιστικής άμυνας αυτήν τη στιγμή είναι το THAAD
(Theater High Altitude Area Defence - Αμυνα Περιοχής Μεγάλου Υψομέτρου). Το
νέο σύστημα θα ενσωματώνει βλήμα με τεχνική καταστροφής του στόχου
βασισμένη στην κινητική ενέργεια της κεφαλής, νέο ραντάρ της Raytheon
(TMD-GBR: Τheater Missile Defence Ground Based Radar) και νέους σταθμούς
ελέγχου, διοίκησης και επεξεργασίας, της Litton Data Systems. Σκοπός του
προγράμματος είναι η δυνατότητα αντιμετώπισης κάθε είδους βαλλιστικού
πυραύλου με μεγαλύτερη ακτίνα δράσης από τα PAC-3 ή το NAD και αναμένεται
να απορροφήσει τελικά γύρω στα 800 εκατομμύρια δολάρια. Οι δοκιμές του
συστήματος άρχισαν τον Απρίλιο του 1995 και μέχρι το 1998 αναμένονται να
έχουν πραγματοποιηθεί 14 δοκιμές. Τότε θα είναι έτοιμο και το ολοκληρωμένο
σύστημα προπαραγωγής, που θα περιλαμβάνει τέσσερις εκτοξευτές, 40 βλήματα,
δύο ραντάρ και δύο σταθμούς Διαχείρισης Μάχης/C4Ι. Υπολογίζεται ότι μέσα
στο 2002 το σύστημα θα είναι έτοιμο για εισαγωγή σε υπηρεσία.
Με βάση το σύστημα THAAD η Lockheed Martin αναμένεται να παρουσιάσει μια
ναυτική έκδοση αλλά, με δεδομένο τις μικρότερες παρούσες ανάγκες του
Ναυτικού, το πρόγραμμα δεν τυχαίνει άμεσης προτεραιότητας.
Μελλοντικά υποπρογράμματα αντιβαλλιστικής άμυνας θεωρούνται το πρόγραμμα
του Αμερικανικού Ναυτικού Navy Theater Wide Defence και το πρόγραμμα
συνεργασίας με την Ευρώπη Medium Extended Air Defence System, MEADS (που θα
δούμε με λεπτομέρειες στη συνέχεια).
Αναφορικά με το πρώτο, προτείνεται να υιοθετήσει το προϊόν του γνωστού
προγράμματος LEAP (Lightweight Exoatmospheric Projectile - Ελαφρύ
Εξοατμοσφαιρικό Βλήμα) των Hughes/Raytheon. Δοκιμές της βασικής σχεδίασης
έγιναν το Μάρτιο του 1995 με τη χρησιμοποίηση τροποποιημένων πυραύλων
Terrier, που εκτοξεύτηκαν από το καταδρομικό Richmond K Turner, αν και
απέτυχαν και οι δύο, λόγω ασχέτων με την υπό δοκιμή τεχνολογία παραγόντων.
Το πρόγραμμα LEAP αποτελεί μέρος της ευρύτερης έρευνας για το Brilliant
Pebbles, μέρος του προγράμματος GPALS, όπως προαναφέρθηκε.
Οι Lockheed/Martin από την πλευρά τους, υποστηρίζουν αρχικά τη βασική
έκδοση του THAAD, αλλά το πραγματικά μεγάλο βήμα γίνεται με το δεύτερο
στάδιο μετατροπών. Αυτό θα ενσωματώνει έναν πρώτο όροφο, που θα προέρχεται
από τον πύραυλο SM-2 και ένα δεύτερο όροφο που κύριο χαρακτηριστικό του
είναι το ειδικά σχεδιασμένο επιμηκυμένο ακροφύσιο κατευθυνόμενης ώσης, που
θα συνεισφέρει και αυτό στην αύξηση της εμβέλειας κατά τρεις φορές και της
ταχύτητας κατά 50%.
Ο Οργανισμός BMDO αυτήν τη στιγμή επικεντρώνει την προσοχή και στο πεδίο
μελετών που ίσως τελικά παρέχει το ιδανικό αντιβαλλιστικό σύστημα για
πυραύλους της κλάσης SCUD. Αυτό αφορά την καταστροφή του τακτικού
βαλλιστικού πυραύλου ένα με ενάμισι λεπτό από τη στιγμή της εκτόξευσης, τη
στιγμή που ο πύραυλος επιταχύνει και πριν φτάσει εκτός ατμόσφαιρας (BPI:
Boost Phase Inetrcept), όπου η αναχαίτιση με πυραύλους είναι δυσκολότατη. Η
σχετική τεχνολογία (ΑΙΤ: Atmospheric Interceptor Technology) ήδη μελετάται,
αφού ήδη από την εποχή του Πολέμου του Κόλπου, η ανίχνευση ήταν δυνατή κατά
τη φάση της εκτόξευσης. Το πρόβλημα ήταν η ανυπαρξία κατάλληλου συστήματος
αναχαίτισης και η αδυναμία γρήγορης απόκρισης του συστήματος C4I. Οι
εταιρίες Lockheed Martin και McDonnell Douglas έχουν αναλάβει τη διερεύνηση
του θέματος και την υποβολή σχετικών προτάσεων. Η πρόταση της δεύτερης
βασίζεται εν μέρει σ' ένα εξελιγμένο HARM με νέο αισθητήρα και βελτιωμένο
κινητήρα με εμβέλεια 150 χιλιόμετρα που θα μεταφέρεται από αεροσκάφη F-15E
και F/A-18D/F. Βέβαια, υπήρξαν φήμες πως στον Πόλεμο του Κόλπου, τόσο F-16
Falcon, F-15 όσο και F/A-18, εξοπλισμένα με πυραύλους AMRAAM είχαν αυτό το
ρόλο, αλλά δεν υπάρχουν άλλες πληροφορίες.
Πάντως στο μεσοπρόθεσμο μέλλον το όπλο που υπόσχεται τα καλύτερα
αποτελέσματα στην άμυνα εναντίον των βαλλιστικών πυραύλων είναι τα λέιζερ
σε ιπτάμενες, επίγειες ή διαστημικές πλατφόρμες. Δοκιμές έχουν γίνει αλλά
σποραδικά και όχι υπό τη στέγη κάποιου προγράμματος για αντιβαλλιστική
προστασία. Ήδη από το Μάρτιο του 1994, η USAF απένειμε συμβόλαια στις
Boeing και Rockwell για έρευνα στον τομέα αυτό, και υπολογίζεται πως ένα
αεροσκάφος της κλάσης του Boeing 767 (που μάλλον θα αποτελέσει την επόμενη
γενιά που θα αντικαταστήσει τα παράγωγα του 707) ή του McDonnell DC-10 (ήδη
υπάρχει το KC-10).

Προγράμματα συνεργασίας
Η αλήθεια είναι πως η αρχή μιας συνεργασίας μεταξύ των Η.Π.Α. και της
Γαλλίας, της Γερμανίας και του Ηνωμένου Βασιλείου στο συγκεκριμένο τομέα
έχει γίνει ήδη από το 1990, όταν εκπρόσωποι των κυριοτέρων αμυντικών
βιομηχανιών αυτών των χωρών συμφώνησαν υπό τη στέγη του Αμερικανικού
Κέντρου Έρευνας και Μελετών στη Στρατηγική και την Τεχνολογία (US CREST -
Center for Research and Studies on Strategy and Technology) για μελλοντικές
συνεργασίες στα πλαίσια του ΝΑΤΟ. Τόσο οι κοινές ασκήσεις όσο και η
νοοτροπία της κάθε χώρας σχετικά με τον τρόπο δράσης των ενόπλων δυνάμεων
της αναδεικνύει τεράστια προβλήματα αποτελεσματικής συνεννόησης και
ανταλλαγής πληροφοριών, κάτι που είναι το κύριο μέλημα για κάθε στρατιωτική
δράση, πόσο μάλλον όταν έχουμε να κάνουμε με περίπτωση αντιβαλλιστικής
άμυνας.
Το Φεβρουάριο του 1995, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία και οι Η.Π.Α.
υπέγραψαν μια συμφωνία συνεργασίας για την ανάπτυξη του συστήματος MEADS
(Medium Extended Air Defence System - Μέσο Εκτεταμένο Σύστημα Αεράμυνας),
που υπολογίζεται να μπει σε υπηρεσία μέχρι το 2005. Σκοπός του είναι η
προστασία από ιπτάμενες απειλές συμπεριλαμβανομένων των βαλλιστικών
πυραύλων αλλά και των πυραύλων Cruise. Θα μπορεί να αντικαταστήσει τους
πυραύλους HAWK, και πιθανότατα και το σύστημα Patriot. Οι Αμερικανοί
χρηματοδοτούν το 50% του προγράμματος, η Γαλλία και η Γερμανία από 20% και
η Ιταλία το 10%. Την 1η Οκτωβρίου αναμενόταν να υπογραφεί συμφωνία MoU
(Memorandum of Understanding) μεταξύ αυτών των χωρών, ενώ μέχρι τότε θα
έχει επιλεγεί ποια από τις τρεις ομάδες εταιριών που διαγωνίζονται στις
Η.Π.Α. θα αναλάβει το αντίστοιχο μέρος του προγράμματος. Οι εταιρίες είναι
οι Lockheed Martin-Litton, Hughes-Raytheon και Loral-TRW-Westinghouse.
Βέβαια από ευρωπαϊκής πλευράς οι εταιρίες είναι η ιταλική Alenia, οι
γερμανικές Daimler-Benz Aerospace και Siemens και οι γαλλικές Aerospatiale
και Thomson-CSF, με δύο από όλες τις εταιρίες να αναλαμβάνουν το κύριο
μέρος του προγράμματος.
Ένα άλλο σημαντικό πρόβλημα που έχει και αυτό τη διακρατική του υπόσταση
είναι η μεταφορά των αντιβαλλιστικών συστημάτων από τη χώρα όπου ανήκουν
στην περιοχή όπου απαιτείται προστασία των ενόπλων δυνάμεων της.
Χαρακτηριστικά, ένα τάγμα PATRIOT μεταφέρθηκε από τις Η.Π.Α. σε 34 ημέρες
στην αρχή του πολέμου του Κόλπου, αν και όταν χρειάστηκε, δύο μονάδες πυρός
μεταφέρθηκαν σε 48 ώρες από τη Γερμανία (απαιτήθηκαν περισσότερα από 50
Lockheed C-5 Galaxy που εξετέλεσαν συνολικά πάνω από 240 αποστολές). Τα
C-130 Hercules και C-160 Transall που διαθέτουν οι ευρωπαϊκές χώρες είναι
πολύ μικρά και περιορισμένης εμβέλειας και οπωσδήποτε η ενοικίαση
μεταγωγικών όπως το An-124 Ruslan από τη Ρωσία δεν είναι η ενδεδειγμένη
λύση. Το FLA θα μπορούσε να δώσει λύση, αλλά αρκεί να σκεφτεί κανείς την
τύχη του πολυπαθούς EFA (που θα μπει σε υπηρεσία μάλλον ξεπερασμένο) για να
καταλάβει κανείς πως οι πολιτικοί φραγμοί δεν ευνοούν την ανάπτυξη του.
Εξάλλου η ακτίνα δράσης του θα ήταν πολύ μικρή, χωρίς να χρησιμοποιηθεί
εναέριος ανεφοδιασμός.

Ρωσία
Το αντίστοιχο του αμερικανικού συστήματος PATRIOT είναι το σύστημα S-300Ρ
(SA-10) της Volkhov Defence Systems. Αν και πρόκειται για ένα
αντιαεροπορικό σύστημα έχει όπως και το αμερικανικό αντίστοιχο του και
κάποιες αντιβαλλιστικές δυνατότητες. H τελευταία του παραλλαγή είναι η
S-300PMU-1 και βάλλει τον πύραυλο ενός σταδίου, στερεής προώθησης, 48Ν6Ε
της Torch με καθοδήγηση μέσω του βλήματος (track-via-missile) όπως και στον
Patriot. Η μέγιστη εμβέλεια του πυραύλου είναι 150 χιλιόμετρα, ενώ μπορεί
να ελιχθεί με 25 G και να αναχαιτίσει στόχους που πετούν μέχρι και 10000
χ.α.ώ. Αν και το βλήμα 48Ν6Ε αποτελεί μέρος και του ναυτικού
αντιαεροπορικού συστήματος SA-N-6 δεν πιστεύεται ότι το Ρωσικό Ναυτικό έχει
κάποιο πρόγραμμα αντιβαλλιστικής άμυνας σε εξέλιξη.
Το πλέον όμως ενδιαφέρον σύστημα με πραγματικές αντιβαλλιστικές δυνατότητες
και το μοναδικό του είδους του σήμερα σε υπηρεσία πραγματικά αντιβαλλιστικό
σύστημα (αλλά και ενάντια πυραύλων Cruise) είναι το Antei S-300V. Μια
πυροβολαρχία του συστήματος αποτελείται από έως και τέσσερις μονάδες πυρός
και ένα ολοκληρωμένο σύστημα πρόσκτησης και έρευνας, που αποτελείται από το
όχημα ελέγχου και ραντάρ έρευνας και παρακολούθησης, τόσο συμβατικού όσο
και στις τρεις διαστάσεις. Μια μονάδα πυρός αποτελείται από το όχημα
καθοδήγησης, μέχρι έξι εκτοξευτές (TEL, Transporter Erector Launcher)
πυραύλων, που ανάλογα με τον τύπο του πυραύλου που φορτώνεται, μπορεί να
φέρει δύο ή τέσσερις εκτοξευτές και τα οχήματα επανεξοπλισμού. Ιδιαίτερο
χαρακτηριστικό του συστήματος είναι ότι χρησιμοποιεί δύο διαφορετικά είδη
πυραύλων, τον 9M83 και τον μεγαλύτερης εμβέλειας 9Μ82.
Ο χρόνος αντίδρασης είναι μόλις 5 λεπτά. Η μέγιστη ταχύτητα του πυραύλου
9Μ82 είναι 2400 m/sec και μπορεί να αναχαιτίσει βαλλιστικούς πυραύλους που
κινούνται με ταχύτητα 3000 m/sec, σχεδόν 11 Μαχ, σε απόσταση από 2 έως 25
χιλιόμετρα. Ο πύραυλος 9Μ83, που μπορεί να φτάσει ταχύτητα των 1700 m/sec
και να αναχαιτίσει στόχους που ελίσσονται με 8 G. Και τα δύο βλήματα είναι
δύο σταδίων και έχουν θραυσματογόνο κεφαλή βάρους 150 κιλών. Οι πύραυλοι
μπορούν να εκτοξεύονται με χρονική διαφορά μεταξύ τους 1,5‹‹. Ο σταθμός
διοίκησης που λαμβάνει στοιχεία από ραντάρ επιτήρησης περιοχής και τομέων
μπορεί να διαχειριστεί ταυτόχρονα 70 στόχους και να παράσχει στοιχεία βολής
για 24 από αυτούς στα τέσσερα οχήματα καθοδήγησης της πυροβολαρχίας. Το
καθένα από αυτά μπορεί να μεταδώσει με τη σειρά του πληροφορίες σε ένα από
τους έξι εκτοξευτές, ενώ ταυτόχρονα τα ίδια εκτελούν σάρωση ορίζοντα για
τον εντοπισμό χαμηλά ιπτάμενων στόχων. Οι εκτοξευτές βάλλουν τους πυραύλους
τους κάθετα και τους καθοδηγούν, ο καθένας, με το δικό του καταυγαστήρα.

Ισραήλ
Η ΙΑΙ με αμερικανική χρηματοδότηση και σημαντική βοήθεια από αμερικανικές
εταιρίες, κατάφερε και ανέπτυξε το σύστημα Arrow, που υπολογίζεται ότι θα
προστατεύει το 85% του πληθυσμού του Ισραήλ. Αυτό θα γίνει με την
τοποθέτηση δύο συγκροτημάτων, μια στη Χάιφα και μια στο Τελ Αβίβ και
καθεμία να έχει τέσσερις εξαπλούς εκτοξευτές. Το χρονοδιάγραμμα προβλέπει
την επιχειρησιακή ανάπτυξη μέσα στο 1997. Το ραντάρ που χρησιμοποιείται
είναι το EL/M-2080 της Έλτα και μπορεί να παρακολουθεί 24 στόχους
ταυτόχρονα. Η εμβέλεια του υπολογίζεται σε πάνω από 400 χιλιόμετρα.

Ιαπωνία
Τον Αύγουστο του 1994 αποφασίστηκε από το Ιαπωνικό Συμβούλιο παρά το
Πρωθυπουργό πως κάθε προσπάθεια για ανάπτυξη αντιβαλλιστικού συστήματος θα
πρέπει να γίνει σε συνεργασία με τις Η.Π.Α. Πράγματι, το Δεκέμβριο
υπογράφτηκε συμφωνία μεταξύ της Mitsubishi και της Lockheed Missiles &
Space Company (μέρος της Lockheed Martin πλέον) για συνεργασία σε αυτόν τον
τομέα. Πολύ πιθανή είναι πάντως η υιοθέτηση του συστήματος THAAD από τις
ιαπωνικές ένοπλες δυνάμεις.

Ευρώπη
Πριν μια περίπου πενταετία άρχισε η ανάπτυξη του γαλλοϊταλικού συστήματος
αεράμυνας SAMP/T με βάση το οποίο θα αναπτυχθεί και το βλήμα Aster. To
πρόγραμμα είναι παράγωγο της προσπάθειας FSAF (Future Surface-to-Air Family
- Μελλοντική Οικογένεια Εδάφους-Αέρος), που αναζητούσε
αντικαταστάτη-συμπλήρωμα στα συστήματα Roland και Aspide, για τον ιταλικό
και γαλλικό στρατό, καθώς και για τη Γαλλική αεροπορία. Ο συνασπισμός των
εταιριών Eurosam αποτελείται από την Thomson-CSF (ραντάρ πολλαπλών
λειτουργιών Arabel στην μπάντα Χ), την Αlenia (ραντάρ ορίζοντα Zebra,
μονάδες ελέγχου και πυρός) και το συνδυασμό Aerospatiale/Alenia που έχει
αναλάβει την ανάπτυξη του πυραύλου Aster. Το σύστημα αναμένεται να μπει σε
υπηρεσία πριν το 2000, ενώ η αντίστοιχη ναυτική έκδοση θα αρχίσει δοκιμές
πιστοποίησης σε ναυτικές μονάδες στα τέλη φθινοπώρου.
Το επίγειο σύστημα σε επίπεδο πυροβολαρχίας αποτελείται από μέχρι και έξι
εκτοξευτές, που καθένας μπορεί να φέρει οκτώ βλήματα και μπορούν να είναι
διασκορπισμένοι σε απόσταση μέχρι και 10 χιλιόμετρα από το συγκρότημα
πρόσκτησης στόχων. Ιδιαίτερη μέριμνα έχει δοθεί για την αντιμετώπιση στόχων
τεχνολογίας στελθ και στην αντοχή σε ECM (Electronic Counter Measures -
Ηλεκτρονικά Αντίμετρα), ενώ το σύστημα μπορεί να εγκλωβίζει ταυτόχρονα
μέχρι και 10 στόχους. Το σύστημα χαρακτηρίζεται από μεγάλο αυτοματισμό,
αφού το απαιτούμενο προσωπικό είναι οι δύο χειριστές της μονάδας πρόσκτησης
στόχων.
Το αρχικό βλήμα Aster 15 είναι πολύ μικρής εμβέλειας ώστε να θεωρηθεί ότι
παρέχει δυνατότητες αντιβαλλιστικής προστασίας. Το βλήμα μέσης εμβέλειας
που αναπτύχθηκε, το Aster 30 μπορεί να δρα σε αποστάσεις από 3 έως και 70
χιλιόμετρα και είναι σίγουρα ικανότερο στο παραπάνω ρόλο. Επειδή όπως
προαναφέρθηκε, η αντιβαλλιστική ικανότητα ενός συστήματος αεράμυνας είναι
συνάρτηση του χρόνου αντίδρασης του και της λειτουργίας του ραντάρ του,
σημεία όπου τα SAMP/T είναι κορυφαίο, απομένει η ανάπτυξη ενός κατάλληλου
βλήματος για να παρέχεται πλήρης αντιβαλλιστική προστασία. Σημαντικό είναι
ότι η εμπειρία που αποκτάται από το πρόγραμμα βελτιώνει τη θέση των
Ευρωπαίων απέναντι στους Αμερικανούς, υπό το πρίσμα της συνεργασίας στα
πλαίσια του προγράμματος MEADS.

Τελικά, τι πρέπει και μπορεί να γίνει;

Η απάντηση στην κρίσιμη αυτή ερώτηση εξαρτάται από τη γωνία που βλέπει
κανείς τα πράγματα. Όπως προαναφέρθηκε οι ΗΠΑ έχουν σήμερα το μόνο αληθινό
πρόγραμμα αντιβαλλιστικής άμυνας που υπάρχει, έστω κι αν οι δυνατότητές
τους σήμερα στο τομέα αυτό περιορίζονται στο ανεπαρκές Patriot. Η απειλή
για τις ΗΠΑ όμως είναι ακόμη μακριά και ακόμη και στο μέλλον θα
περιορίζεται σε περιοχές όπου διακυβεύονται αμερικανικά συμφέροντα και όχι
το αμερικανικό ημισφαίριο αυτό καθαυτό. Αντίθετα η Ευρώπη αντιμετωπίζει ήδη
πραγματική απειλή που ολοένα θα γίνεται και μεγαλύτερη. Θα βασιστεί όμως η
Ενωμένη Ευρώπη στη χλιαρή πρόταση που έχουν κάνει οι ΗΠΑ να τις
συμπεριλάβουν κάτω από την αντιβαλλιστική ομπρέλα τους; Και πώς θα γίνει
αυτό; Θα αρκεστούν δηλαδή οι μελλοντικές «Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης»
σε ένα σύστημα που θα αναπτύξουν οι ΗΠΑ με τον ίδιο τρόπο που είχαν
αρκεστεί στην προστασία της πυρηνικής ομπρέλας την περίοδο του «Ψυχρού
Πολέμου» ή θα αναπτύξουν το δικό τους δίκτυο έστω και με τη μεταφορά
αμερικανικής τεχνολογίας; Φυσικά σε μια ιδανική κατάσταση ΗΠΑ, Ευρώπη,
Ρωσία αλλά και χώρες όπως το Ισραήλ, η Ιαπωνία, η Ν. Κορέα θα μπορούσαν να
συνεργαστούν τόσο τεχνολογικά όσο και οικονομικά προς το κοινό στόχο, την
αντιμετώπιση της απειλής. Το ερώτημα βέβαια στην περίπτωση αυτή είναι,
ακόμη και για τους πλέον αισιόδοξους πώς είναι δυνατό να γίνει αυτό σε
καιρούς όπου τα συμφέροντα ΗΠΑ και Ευρώπης φαίνεται να ακολουθούν
διαφορετικές και απομακρυνόμενες τροχιές, αλλά και σε περιόδους όπου τα
χρήματα για αμυντικές δαπάνες γίνονται όλο και λιγότερα.

Και η Ελλάδα;
Και εδώ η απάντηση εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Η χώρα μας σαν μέρος
της Ενωμένης Ευρώπης βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του κινδύνου. Στην
ελληνική όμως περίπτωση ο κίνδυνος μπορεί να προέρχεται και από τα
ανατολικά. Παρά τις πληροφορίες που έχουν κατά καιρούς υπάρξει, η Τουρκία
δεν φαίνεται να έχει υπό εξέλιξη κάποιο γνωστό βαλλιστικό πυραυλικό
πρόγραμμα και η χώρα αυτή έχει υπογράψει τη συμφωνία MTCR. Παρόλα αυτά η
κατάσταση θα μπορούσε να μεταβληθεί εύκολα είτε με την απόκτηση κάποιων
βαλλιστικών συστημάτων από χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, είτε από το
Πακιστάν με το οποίο η γειτονική μας χώρα διατηρεί στενές στρατιωτικές
σχέσεις. Μια άλλη πτυχή κινδύνου είναι και η απόκτηση από την Τουρκία
πυραύλων ATACMS για χρήση με τα συστήματα MLRS που ήδη διαθέτει σε
υπηρεσία.
Δεδομένου όμως ότι τη στιγμή αυτή η απειλή προς τη χώρα μας εστιάζεται στα
πλαίσια του γενικότερου κινδύνου που αντιμετωπίζει η Δυτική Ευρώπη από τη
διασπορά βαλλιστικών πυραύλων σε χώρες του Τρίτου Κόσμου, προς την
κατεύθυνση αυτή θα πρέπει να στραφεί και η ελληνική αντίδραση. Η συμμετοχή
σε κάποιο ευρωπαϊκό ή διεθνές πρόγραμμα θα πρέπει να θεωρείται μάλλον
αδύνατη για οικονομικούς κυρίως λόγους. Η παρακολούθηση όμως των σχετικών
εξελίξεων σε ένα τομέα που ίσως αποδειχθεί κρίσιμος στο μέλλον δεν θα
πρέπει να βρίσκεται έξω από τις προθέσεις μας.

ΠΛΑΙΣΙΟ
Η επιχειρησιακή πραγματικότητα

Από τις 15 Απριλίου μέχρι και τις αρχές Μαΐου, έγινε στο Νέο Μεξικό η
άσκηση Roving Sands '95, όπου εκτός από τις αμερικανικές έλαβαν μέρος
γερμανικές και ολλανδικές δυνάμεις. Η άσκηση αυτή έχει χαρακτήρα δοκιμών
αεράμυνας και ειδικά εφέτος, έγινε μια πρώτη σοβαρή έρευνα σχετική με το
κατά πόσο τα θεωρητικά μοντέλα που έχουν προταθεί για δράση ενάντια στους
βαλλιστικούς πυραύλους λειτουργούν στην πράξη. Στο σύνολό τους οι
προσπάθειες αναφέρονται στις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν στη διάρκεια του
πολέμου του Κόλπου, στην επισήμανση δηλαδή των εκτοξευτών των πυραύλων.
Φέτος ειδικά εξερευνήθηκαν πλήρως οι δυνατότητες του F-15E Strike Eagle,
που σε συνδυασμό με αεροσκάφη UAV (Pioneer, Predator), Lockheed U-2R, ένα
RC-135S Cobra Ball και ένα 767 εξοπλισμένα με ειδικούς υπέρυθρους
αισθητήρες εμβέλειας μέχρι και 400 χιλιόμετρα, παρείχαν σοβαρές δυνατότητες
ανίχνευσης βαλλιστικών πυραύλων τη στιγμή της εκτόξευσης τους. Επίσης
χρησιμοποιήθηκαν RF-4C και F-14A εξοπλισμένα με ατρακτίδια φωτοαναγνώρισης
καθώς και ένα S-3B που μετέφερε μια ειδική παραλλαγή του ραντάρ AN/APG-76
της Westinghouse Norden Systems, συνθετικής σάρωσης και παρακολούθησης
κινούμενων στόχων, με προφανή σκοπό τον εντοπισμό κινητών εκτοξευτών (TEL:
Transporter-Erector Launchers). Χρησιμοποιήθηκαν όμως και νέες διαδικασίες
επεξεργασίες των στοιχείων, βασισμένες στο αναβαθμισμένο λογισμικό του ήδη
υπάρχοντος εξοπλισμού και υποσυστήματα των PAC-3, THAAD και MEADS.
Σημαντικό είναι το ότι χρησιμοποιήθηκαν ειδικά τροποποιηθέντα ραντάρ
AN/TPQ-37 ώστε να παρακολουθούν βαλλιστικούς πυραύλους, σε συνδυασμό με
ειδικούς αισθητήρες AN/MPQ-64 για τον εντοπισμό πυραύλων Cruise.
Το πιο σημαντικό στοιχείο που προέκυψε από την άσκηση είναι η ανάγκη άμεσης
μεταφοράς των στοιχείων στόχων από τη στιγμή που θα προσκτηθούν στα μέσα
που έχουν αναλάβει την αναχαίτιση τους. Και η βελτίωση στον τομέα αυτό
είναι σημαντική. Ο χρόνος από 45 λεπτά στην περσινή άσκηση μειώθηκε στα
δέκα φέτος. To πιο εντυπωσιακό στοιχείο πάντως είναι οι δυνατότητες
συνεργασίας όπως στην περίπτωση του U-2R που παρείχε εικόνες της συνθετικής
σάρωσης ραντάρ του, το ASARS-2 σαν βάση της έρευνας του APG-70 του F-15E.
Μελλοντικά επίσης αναμένεται η πλήρης ένταξη των AH-64D Longbow Apache στο
σύστημα αντιβαλλιστικής άμυνας σαν κυνηγούς εκτοξευτών πυραύλων.
Ένα από τα σκληρά μαθήματα της άσκησης υπήρξε η πλήρης αδυναμία εντοπισμού
κινητών εκτοξευτών πυραύλων στους οποίους είχε εφαρμοστεί τεχνική απόκρυψης
του ίχνους που παρουσίαζαν στους αισθητήρες.
Τον επόμενο χρόνο η άσκηση αναμένεται πιο ενδιαφέρουσα αφού και η πλήρης
δοκιμή συστημάτων S-300V που προμηθεύτηκαν πρόσφατα οι ΗΠΑ από τη Ρωσία.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Σημ. 1: «Ισορροπία του Τρόμου» ονομάστηκε η κατάσταση όπου η κατοχή
πυρηνικών όπλων ποικίλων μορφών από τις δύο υπερδυνάμεις και οι μηχανισμοί
αντίδρασης εξασφάλιζαν την καταστροφή του αντιπάλου, αποτρέποντας έτσι την
κάθε πλευρά να κάνει πρώτη την κίνηση με την ελπίδα ότι θα μπορούσε να
κερδίσει ένα πυρηνικό πόλεμο.

Σημ.2: Σαν θέατρα επιχειρήσεων οι σχεδιαστές του Πενταγώνου εννοούν
εκτεταμένες γεωγραφικές περιοχές όπου έχουν αναπτυχθεί δυνάμεις και των
τριών όπλων. Η ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής όπου στάθμευαν
αμερικανικές δυνάμεις την περίοδο του πολέμου στο Κόλπο χαρακτηριζόταν σαν
θέατρο επιχειρήσεων.

Σημ. 3: CEP: Circular Error Propability Τρόπος μέτρησης της ακρίβεια βολής.
Για παράδειγμα 100 μέτρα CEP αναφέρεται σε κύκλο ακτίνος 100 μέτρων όπου
υπάρχει πιθανότητα να πέσουν το 50% των επερχόμενων κατά του στόχου
βλημάτων.

Σημ. 4: Περιοχές της ευρωπαϊκής ηπείρου συμπεριλαμβανομένων και περιοχών
της χώρας μας βρίσκονται μέσα στο βεληνεκές τέτοιων βαλλιστικών πυραύλων
που θα μπορούσαν να αναπτυχθούν στα παράλια της Β. Αφρικής.



Το προφίλ πτήσης ενός πυραύλου τύπου SCUD.
Περιλαμβάνονται οι φάσεις επιτάχυνσης, η βαλλιστική τροχιά με απόγειο 140
χιλιομέτρων και η είσοδος στην ατμόσφαιρα όπου πιθανότατα το βλήμα
διαλύεται. Το βεληνεκές υπολογίζεται σε 500 χιλιόμετρα, ο χρόνος πτήσης σε
6 λεπτά και 30 δευτερόλεπτα και η ταχύτητα που αναπτύσσεται σε 1.600 μέτρα
το δευτερόλεπτο.

Προφίλ πτήσης ενός εξελιγμένου διώροφου βαλλιστικού πυραύλου τύπου CSS-2.
Περιλαμβάνει την επιτάχυνση με τη βοήθεια του πρώτου ορόφου, την απόρριψή
του, την επιτάχυνση με τη βοήθεια του δευτέρου ορόφου, την απόσπασή του, τη
βαλλιστική τροχιά με απόγειο 650 χιλιομέτρων και την επανείσοδο στην
ατμόσφαιρα. Το βεληνεκές είναι 3.000 χιλιόμετρα, ο χρόνος πτήσης 16 λεπτά
και 40 δευτερόλεπτα και η ταχύτητα 4.650 μέτρα το δευτερόλεπτο.

Σχηματική παράσταση του αμερικανικού συστήματος GPALS. Αποτελείται από το
τμήμα σε τροχιά που περιλαμβάνει τους δορυφόρους επιτήρησης Brilliant Eyes
και τους δορυφόρους αναχαίτισης Brilliant Pebbles. Τα επίγεια τμήματά του
αφορούν την άμυνα του μητροπολιτικού αμερικανικού εδάφους (στρατηγική
πτυχή) και την αντιβαλλιστική άμυνα θεάτρων επιχειρήσεων (τακτική πτυχή).
Χαρακτηριστική είναι επίσης και η συμβολή ναυτικών στοιχείων κατά
περίπτωση.

Ανάλυση των επιγείων στοιχείων του GPALS στην αρχική του σύλληψη. Η
αντιβαλλιστική άμυνα που προσφέρει βασίζεται στο στρατηγικό τμήμα (GBI/E2I)
και το τακτικό (Corps SAM. PAC-2, ERINT, ACES, THAAD). Σημειώστε ότι
τμήματα μόνο του δικτύου έχουν αποσαφηνισθεί μέχρι σήμερα.

Η διασπορά βαλλιστικών όπλων σε συνδυασμό με τη δυνατότητα εξοπλισμού των
πυραύλων με κεφαλές μαζικής καταστροφής δημιουργεί έναν από τους
σοβαρότερους κινδύνους για την Ευρώπη του αύριο.

Καμπή του αντιβαλλιστικού προγράμματος των ΗΠΑ υπήρξε η συγχώνευση του
προγράμματος PAC-3 με το πρόγραμμα ERINT. To βλήμα έχει μήκος 4,9 μέτρα,
διάμετρο 0,255 επέτρεψε τη σχεδίαση του βλήματος με πολύ μικρότερες
διαστάσεις. Έτσι 16 βλήματα μπορούν να τοποθετηθούν στη θέση των τεσσάρων
του κλασικού συστήματος Patriot. Η μελλοντική Μοίρα Patriot του
Αμερικανικού Στρατού με την αναλογία PAC-2/-3 που προβλέπεται θα διαθέτει
έτσι 192 PAC-3 και 144 PAC-2 σε σύγκριση με τα 192 PAC-2 που διαθέτει
σήμερα.

Ο ERINT/PAC-3 είναι ένα όπλο «Fire-and-Forget». Όλα τα στοιχεία βολής
δίνονται πριν την εκτόξευση και το σημείο πρόσκρουσης υπολογίζεται
αυτόματα. Η πτήση προς το στόχο γίνεται με αδρανειακή κατεύθυνση και το
σημείο πρόσκρουσης επαναϋπολογίζεται εάν χρειαστεί με νέα στοιχεία από το
ραντάρ
Στην τερματική του φάση χρησιμοποιεί ένα ραντάρ στην μπάντα «Κ» που
προσφέρει στοιχεία αναγνώρισης του στόχου στον υπολογιστή ελέγχου πτήσης
του πυραύλου. Η τελική κατεύθυνση γίνεται με 180 μικροκινητήρες που είναι
τοποθετημένοι στην περιφέρεια του ρύγχους του πυραύλου. Με την πυροδότησή
τους είναι δυνατή η αλλαγή διεύθυνσης. Εάν ο στόχος είναι ένα TBM, τότε ο
υπολογιστής στοχεύει ώστε το σημείο πρόσκρουσης να είναι πίσω από το ρύγχος
εκεί που βρίσκεται η κεφαλή για να εξασφαλιστεί η καταστροφή της. Εάν ο
στόχος αναγνωριστεί σαν «αερόβιος» (πύραυλος Κρουζ) τότε o υπολογιστής
ενεργοποιεί τη νέα θραυσματογόνο κεφαλή, που αποτελείται από δύο δακτυλίδια
γεμάτα με κομμάτια βολφραμίου, που εκτείνονται αργά γύρω από το διαμήκη
άξονα του πυραύλου. Η ενεργοποίηση της κεφαλής γίνεται αεροδυναμικά και όχι
εκρηκτικά. Τα θραύσματα που δημιουργούνται έχουν πλέον ταχύτητα 100 φορές
μικρότερη από την ταχύτητα με την οποία ταξίδευε ο στόχος.

Μια οικεία σκηνή στη διάρκεια του πολέμου στον Κόλπο. Τα συντρίμμια ενός
SCUD που έπεσε θύμα των Patriot. Και όμως το τελευταίο είναι αποδεδειγμένα
ανεπαρκές για να καλύψει τόσο τις σημερινές όσο και τις μελλοντικές
αντιβαλλιστικές ανάγκες.

Δοκιμαστική εκτόξευση του ΤΗΑΑD τον περασμένο Απρίλιο όπου το βλήμα έφτασε
σε ύψος 160 χιλιομέτρων πριν καταστραφεί με τηλεχειρισμό, έχοντας
ικανοποιήσει όλες τις παραμέτρους της δοκιμής.

Το βασικό πλεονέκτημα του συστήματος THAAD είναι το ότι σχεδιάστηκε εξαρχής
για την αναχαίτιση των βαλλιστικών πυραύλων στην περιφέρεια της γήινης
ατμόσφαιρας και αυτό που έχει μεγάλη σημασία, είναι η συνεργασία με τα
συστήματα άμυνας χαμηλότερου υψομέτρου και εμβέλειας. Αυτά θα μπορούν να
εκμεταλλεύονται τις πληροφορίες από τα συστήματα ανίχνευσης του THAAD. To
ίδιο το βλήμα είναι ενός σταδίου και στερεών προωθητικών, κατευθυνόμενο με
ακροφύσιο μεταβαλλόμενης διεύθυνσης. (φωτό THAAD team)

Ο πύραυλος ASTER 30 του γαλλοϊταλικού συστήματος SAMP/T εκτοξεύεται κάθετα.
O μέγιστος βαθμός επιτάχυνσης φτάνει τα 50 G και μπορεί να φτάνει ταχύτητα
4 Μαχ. Οι αεροδυναμικές επιφάνειες χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια της
προσέγγισης του στόχου και στις τελικές φάσεις της αναχαίτισης
χρησιμοποιείται και κατευθυνόμενη ώση. Ο πύραυλος ASTER 45 με εμβέλεια γύρω
στα 100 χιλιόμετρα θα μπορούσε να αποτελέσει το πρώτο βήμα για το πρώτο
καθαρά ευρωπαϊκό αντιβαλλιστικό σύστημα. (φωτό Εurosam)

Το φημισμένο S-300V σε μερική διάταξη. Από αριστερά προς τα δεξιά
διακρίνονται το όχημα 9Α85 με τέσσερις εκτοξευτές πυραύλων 9Μ83, το όχημα
9Α82 με δύο εκτοξευτές πυραύλων 9Μ82, το όχημα 9C32 με το τρισδιάστατο
ραντάρ καθοδήγησης πυραύλων. Παρατηρήστε τους καταυγαστήρες πάνω στα
οχήματα που φέρουν τους πυραύλους. Ενδιαφέρον είναι το ότι αυτός του 9Μ83
βρίσκεται πολύ ψηλά, γεγονός που μάλλον υποδεικνύει τη δυνατότητα
παρακολούθησης χαμηλά ιπτάμενων στόχων, τύπου Cruise. (φωτό
Rosvoorouzhenic)


Η φετινή άσκηση Roning Sands επιβεβαίωσε για άλλη μια φορά ότι οι
εκτοξευτές πυραύλων όπως ο SCUD είναι εξαιρετικά δύσκολοι στην επισήμανση.
Στη φωτογραφία ένα τέτοιο σύστημα φωτογραφημένο με ειδική θερμική κάμερα. Η
ψηφιακή εικόνα έχει υποστεί επεξεργασία ώστε να δημιουργηθούν αλγόριθμοι
που θα επιτρέψουν την αυτόματη αναγνώρισή τους από ραντάρ ή συσκευές
φωτοαναγνώρισης.


ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΒΑΛΛΙΣΤΙΚΩΝ ΠΥΡΑΥΛΩΝ
Χώρα Πύραυλος Κεφαλή (kg) Ακτίνα δράσης (km) Κατάσταση
Αίγυπτος SCUD-8 1000 300 Υπηρεσιακό. Υγρών καυσίμων
ΡRΟJΕCΤ-Τ 1000 450 Υπό ανάπτυξη. Υγρών καυσίμων
VΕCΤΟR 500 600 Υπό ανάπτυξη. Υγρών καυσίμων
Αλγερία SCUD-8 1000 300 Υπηρεσιακό
Βόρειος Κορέα SCUD-C 500 600 Υπηρεσιακό. Υγρών καυσίμων
Ro-Dong-1 1000 11000 Υπηρεσιακό. Υγρών καυσίμων
Ro-Dong-2 ? 1300 Υπό ανάπτυξη. Υγρών καυσίμων
Ινδία ΡΗRΙΤVΙ 250 250 Υπηρεσιακό. Υγρών καυσίμων
ΑGΝΙ 1000 2500 Πειραματικό. Υγρών καυσίμων
SLV-3 400 3500 Σε ανάπτυξη
Ιράν ΝΑΖΕRΕΤ-10 250 150 Σε υπηρεσία και παραγωγή
CSS-8 190 150 Σε υπηρεσία και παραγωγή
FΑJR-3 - - Σε ανάπτυξη
Μ-9 500 600 Υπηρεσιακό.
SCUD-8 1000 300 Σε υπηρεσία και παραγωγή
SCUD-C 500 600 Σε υπηρεσία και συναρμολόγηση
ΤΟΝDΑR-68 400 100 Συνεργασία με Κίνα
Ισραήλ JΕRΙCΗΟ-1 500 500 Υπηρεσιακό. Στερεών Καυσίμων
JΕRΙCΗΟ-2 1000 1500 Υπηρεσιακό. Στερεών Καυσίμων
Κίνα CSS-8 190 150 Υπηρεσιακό
Μ-9 500 600 Υπηρεσιακό. Υγρών καυσίμων
Μ-1 500 100 Σε ανάπτυξη. Στερεών καυσίμων
Μ-18 400 1000 Σε ανάπτυξη
? ? 500 Cruise υπό ανάπτυξη
CSS-2 2000 2800 Υπηρεσιακό
Λιβύη SCUD-8 1000 300 Υπηρεσιακό
ΑL-FΑΤΑΗ 1000 100 Σε ανάπτυξη. Υγρών καυσίμων
Ro-Dong-1 1000 11100 Υπηρεσιακό
Πακιστάν ΗΑΤF-1 500 80 Σε ανάπτυξη
ΗΑΤF-2 500 300 Σε ανάπτυξη
ΗΑΤF-1 500 600 Σε ανάπτυξη
Μ-9 500 600 Υπηρεσιακό
Μ-11 500 300 Σε υπηρεσία και συναρμολόγηση
Συρία SCUD-8 1000 300 Υπηρεσιακό
Μ-9 500 600 Υπηρεσιακό
Μ-11 500 300 Υπηρεσιακό
SCUD-C 500 600 Σε υπηρεσία και παραγωγή
? ? 300 Σε ανάπτυξη