roundcorner.gif (262 bytes)  

ΒΛΗΜΑΤΑ ΝΑΥΤΙΚΗΣ ΚΡΟΥΣΗΣ ΓΙΑ THN ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑ




ΒΛΗΜΑΤΑ ΝΑΥΤΙΚΗΣ ΚΡΟΥΣΗΣ ΓΙΑ THN ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑ


H Πολεμική Αεροπορία έχει εδώ και αρκετό καιρό προτίθεται να αποκτήσει
αριθμό αεροεκτοξευόμενων βλημάτων εναντίον πλοίων. Σύμφωνα με πληροφορίες,
το θέμα ανακινήθηκε και πάλι πρόσφατα. Τα βλήματα αυτά θα μεταβάλλουν
σημαντικά τις δυνατότητες ναυτικής κρούσης της Π.Α. και τις
χρησιμοποιούμενες τακτικές.
Παρακάτω εξετάζουμε τα υποψήφια συστήματα.

του Βασίλη Παπακώστα

H ιδέα για απόκτηση βλημάτων εναντίον πλοίων (anti-ship) από την Π.Α.
χρονολογείται ήδη από την προηγούμενη δεκαετία, ειδικότερα μετά τις
επιτυχίες του βλήματος Exocet στον πόλεμο των Φόκλαντ. Όμως, τα αεροσκάφη
που διέθετε η Πολεμική Αεροπορία δεν ήταν πιστοποιημένα για εκτόξευση
τέτοιων βλημάτων και το κόστος τέτοιας πιστοποίησης με τις απαιτούμενες
τροποποιήσεις και την αγορά των βλημάτων ήταν απαγορευτικά υψηλό. H ιδέα
επανήλθε αργότερα με την απόκτηση των αεροσκαφών Mirage 2000 και A-7E που
έχουν δυνατότητα βολής βλημάτων AM39 και AGM-84 αντίστοιχα. Σε αυτά θα
πρέπει φυσικά να προστεθεί το αεροσκάφος F-16C. Αν και η USAF δεν
χρησιμοποιεί το Fighting Falcon σε αποστολές ναυτικής κρούσης, το αεροπλάνο
είναι πιστοποιημένο να φέρει AGM-84, ενώ έχει επίσης υπάρξει και
πιστοποίηση του βλήματος Penguin Mk3 τα αεροσκάφη F-16A/B της νορβηγικής
αεροπορίας.
Αρχικά η προτίμηση της Πολεμικής Αεροπορίας φαίνεται ότι ήταν το βλήμα
AM39. H γαλλική πλευρά φέρεται να είχε προτείνει την υιοθέτηση πακέτου
οπλισμού που περιλάμβανε βλήματα αντι-ραντάρ και αέρος-επιφανείας που θα
επέκτεινε σημαντικά την αξιοποίηση των γαλλικής κατασκευής μαχητικών. Το
πακέτο αυτό δεν υιοθετήθηκε λόγω κυρίως του επιχειρησιακού ρόλου των Mirage
2000 στην Π.Α., αλλά και πιθανότατα λόγω του κόστους του. Έτσι, η Πολεμική
Αεροπορία περιορίστηκε στα βλήματα αέρος-αέρος Super 530D και Matra Magic
II, ενώ για αποστολές καταστολής αεράμυνας επιλέχθηκε το βλήμα HARM που
μπορούσε να μεταφερθεί από τα F-16. Παρέμεινε όμως σε εκκρεμότητα το θέμα
της απόκτησης βλημάτων ναυτικής κρούσης
Σήμερα την αποστολή ναυτικής κρούσης εξακολουθούν να έχουν τα αεροσκάφη
A-7H. O οπλισμός όμως και οι χρησιμοποιούμενες τεχνικές ανάγονται σε άλλες
δεκαετίες, ενώ η εχθρική ναυτική παρουσία στο Αιγαίο έχει πλήρως μεταβληθεί
από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας. O οπλισμός των Corsair περιορίζεται
σε ρουκέτες και βόμβες ελεύθερης πτώσης. Οι πρώτες χρησιμοποιούνται για την
καταστολή της εχθρικής αντιαεροπορικής άμυνας, ενώ τα αεροσκάφη στη
συνέχεια θα πρέπει να υπεριπταθούν των εχθρικών πλοίων για την άφεση των
βομβών. Είναι φυσικά εύκολα κατανοητό ότι οι τακτικές αυτές θα εμφάνιζαν
δυσανάλογο δείκτη απωλειών ακόμη και την εποχή που στο Αιγαίο μπορούσε
κανείς να συναντήσει αντιτορπιλικά κλάσης Fletcher ή Gearing, πολύ δε
περισσότερο σήμερα που οι στόχοι είναι φρεγάτες MEKO 200, Knox ή σύντομα
και O.H. Perry.
Εδώ και αρκετά χρόνια, για τις περισσότερες σύγχρονες αεροπορίες η αντίληψη
για την εκτέλεση τέτοιων αποστολών περιλαμβάνει χρήση βλημάτων
αέρος-επιφανείας από ασφαλή απόσταση (stand off) που θέτει το αεροσκάφος
εκτός εμβέλειας των αντιαεροπορικών συστημάτων (κυρίως πυραυλικών) των
μονάδων επιφανείας. Απόδειξη είναι ότι τα γερμανικά και ιταλικά Tornado
χρησιμοποιούν βλήματα Kormoran, σε γαλλική υπηρεσία βρίσκεται ο AM39, οι
Βρετανοί χρησιμοποιούν βλήματα Sea Eagle, τα νορβηγικά F-16 είναι
εξοπλισμένα με πυραύλους Penguin Mk3, ενώ το αμερικανικό ναυτικό σε όλες
τις επιχειρήσεις του εναντίον σκαφών επιφανείας τις δύο τελευταίες
δεκαετίες χρησιμοποίησε σε μεγάλους αριθμούς αεροεκτοξευόμενους πυραύλους
Harpoon. Θα πρέπει να σημειώσουμε και την απόκτηση από το Π.Ν. των πυραύλων
Penguin για τον εξοπλισμό των ελικοπτέρων S-70B-6, των οποίων, όμως, ο
ρόλος και η αποστολή διαφέρουν. Με την ανάπτυξη της τεχνολογίας των
ψηφιακών επεξεργαστών και ζεύξεων δεδομένων, είναι δυνατή σήμερα η πλοήγηση
ενός βλήματος μεσαίου μεγέθους σε μεγάλες αποστάσεις. Παράλληλα, τα βλήματα
αυτά παραχωρούν στον αμυνόμενο μικρούς χρόνους αντίδρασης και πλήγματα σε
καίρια σημεία του σκάφους (κυρίως λίγο υψηλότερα από την ίσαλο γραμμή).
Είναι χαρακτηριστικό πως το βλήμα AM39 που εντοπίζεται σε απόσταση 10 ν.μ.
από τη μονάδα επιφανείας παρέχει περιθώριο αντίδρασης μόλις 60 sec. Είναι
κατανοητό πως το παραμικρό σφάλμα θα είναι μοιραίο.
Σε περίπτωση κρίσης στο Αιγαίο η αποστολή του Πολεμικού Ναυτικού
αποτελείται από δύο σκέλη με χρονική αλληλουχία: α) η επίτευξη του πρώτου
πλήγματος φθοράς του αντιπάλου, και β) η τοπική υπεροχή σε περιοχή της
κρίσεως για την αποφυγή προσπάθειας αποκλεισμού από το τουρκικό ναυτικό που
απαιτείται για την υλοποίηση αποβατικής ενέργειας. Το πρώτο σκέλος θα
αναληφθεί από υποβρύχια ή πυραυλάκατους που θα βρίσκονται στην περιοχή και
των επάκτιων πυροβολαρχιών MM40. Το δεύτερο σκέλος θα αναληφθεί από τις
μεγάλες μονάδες επιφανείας (φρεγάτες/αντιτορπιλικά).
Είναι κατανοητό πως για την εκτέλεση του πρώτου σκέλους της αποστολής η
συμβολή αεροσκαφών ναυτικής κρούσης εξοπλισμένα με βλήματα εναντίον πλοίων
είναι βασικότατη. O χρόνος αντίδρασης είναι μικρός και η έκθεσή τους στην
περιοχή της κρίσης (σε σύγκριση με τα υπόλοιπα μέσα) χρονικά ελάχιστη.
Σημαντικό ρόλο θα κληθούν να παίξουν και οι επάκτιες πυροβολαρχίες με την
προϋπόθεση πως έχουν εξασφαλιστεί προφυλαγμένοι χώροι βολής από τα πυρά της
τουρκικής αεροπορίας και του τουρκικού πυροβολικού. Τα αεροσκάφη ναυτικής
κρούσης σε ελάχιστο χρόνο από την εκδήλωση της επίθεσης θα κληθούν να
εκτελέσουν αποστολές φθοράς σε μονάδες επιφανείας και σε αποβατικά σκάφη
που μεταφέρουν εξοπλισμό και έμψυχο υλικό. H αποστολή αυτή θα έχει ως κύριο
στόχο την επίτευξη της μέγιστης δυνατής φθοράς που να εξασφαλίζει επιτυχή
ανάληψη πρωτοβουλίας από τις μεγαλύτερες μονάδες επιφανείας του Πολεμικού
Ναυτικού. Δημιουργεί, επίσης, έναν επιπλέον πονοκέφαλο στον επιτιθέμενο που
έχει να αντιμετωπίσει πληθώρα μέσων: Y/B Type 209/UGM-84, επάκτιες
πυροβολαρχίες MM-40, S-70B6/Penguin Mk2 Mod7 και μεγάλο αριθμό μονάδων
επιφανείας εξοπλισμένες με ποικιλία βλημάτων: Penguin, MM-38, RGM-84.

TA ΥΠΟΨΗΦΙΑ ΒΛΗΜΑΤΑ

AM-39 EXOCET

Πρόκειται αναμφισβήτητα για το διασημότερο βλήμα της κατηγορίας του. Τη
φήμη του αυτή την οφείλει στη βύθιση του HMS Sheffield την 4η Μαΐου του
1982 και του μεταγωγικού Atlantic Conveyor την 27η Μαΐου. Έγινε επίσης
γνωστό από την εκτεταμένη χρήση του από το Ιράκ στον πόλεμο των
πετρελαιοφόρων και το περιστατικό με τη φρεγάτα USS Stark.
Αποτελεί εξέλιξη της έκδοσης επιφανείας-επιφανείας MM38. Έχει κατασκευαστεί
από ελαφρότερα υλικά, έχει μικρότερο σώμα και τροποποιημένες επιφάνειες
ελέγχου ώστε να είναι δυνατή η εκτόξευσή του σε υπερηχητικές ταχύτητες. Οι
πρώτες δοκιμές του βλήματος έγιναν το 1972 και το 1974 ξεκίνησε η παραγωγή
του, ενώ το 1977 εισήλθε σε υπηρεσία με φορείς ελικόπτερα Super Frelon.
Τα χαρακτηριστικά του είναι: Διάμετρος 0,35μ. Μήκος 4,6μ. Ανοιγμα πτερύγων
1,10μ. και το βάρος του φθάνει τα 665kg. Διαθέτει κώνο μάχης HE βάρους 165
kg. H πρόωσή του γίνεται μέσω του άκαπνου κινητήρα SNPE Helios για πτήση
150 sec ενώ χρησιμοποιείται και ο κινητήρας αρχικής ώθησης SNPE Condor για
2 sec. Το βλήμα αναπτύσσει ταχύτητα 0,93 Mach και η εμβέλειά του ποικίλλει
από 50-70km ανάλογα με το ύψος και την ταχύτητα εκτόξευσης από το φορέα.
Προηγείται χρόνος προθέρμανσης 60sec πριν από την εκτόξευση και ακολούθως
το βλήμα λαμβάνει τις αρχικές πληροφορίες για το στόχο από το ραντάρ του
αεροσκάφους-φορέα. Κατευθύνεται προς το στόχο αδρανειακά με τη βοήθεια του
υψομετρικού ραντάρ TRT RAM01. Στην αρχή της πτήσης του πετά σε ύψος 30-70μ
και ακολούθως κατέρχεται στα 9-15μ. Σε απόσταση 10-14km από το στόχο
ενεργοποιείται το μονοπαλμικό ραντάρ του βλήματος EMD ADAC μπάντας «Ι» το
οποίο κατευθύνει το βλήμα στο στόχο. Στο τελικό στάδιο επίθεσης υπάρχει
δυνατότητα επιλογής 3 διαφορετικών υψών ανάλογα με την κατάσταση θάλασσας.
Αυτό το ύψος ποικίλλει από 8 έως και 2,5μ. Για την ενεργοποίηση της γόμωσης
χρησιμοποιείται ψευδοπυροσωλήνας προσέγγισης που ενεργοποιεί τη γόμωση σε
χρόνο 0,015sec από το χρόνο πρόσκρουσης που έχει υπολογιστεί από τον
ερευνητή.
Στην Πολεμική Αεροπορία πιστεύται ότι προσφέρεται η έκδοση AM-39 Block 2 η
οποία περιλαμβάνει νέο ερευνητή Super EDAC με βελτιωμένα χαρακτηριστικά
ECCM, υψομετρικό ραντάρ που διατηρεί το βλήμα στο βέλτιστο sea skimming
ύψος και δυνατότητα εκτέλεσης τερματικών ελιγμών χωρίς να έχει
διευκρινιστεί η μορφή των ελιγμών αυτών.

PENGUIN Mk3

Αποτελεί εξέλιξη της οικογένειας βλημάτων Penguin Mk1, Mk2 της νορβητικής
εταιρίας NFT που αναπτύχθηκε τη δεκαετία του '60 και εισήλθε σε παραγωγή το
1972 (Mk1). H έκδοση Mk3 (της οποίας η παραγωγή ξεκίνησε το 1988)
προορίζεται για εγκατάσταση στα νορβηγικά F-16A/B. Είναι η δεύτερη
αεροεκτοξευόμενη έκδοση, αφού έχει προηγηθεί η έκδοση Mk2 Mod 7 που έχει
υιοθετηθεί από το αμερικανικό (AGM-119B) και το ελληνικό ναυτικό για χρήση
από τα ελικόπτερα Seahawk.
Είναι το μικρότερο βλήμα από τα τρία υποψήφια. Τα χαρακτηριστικά του είναι:
Διάμετρος 0,28μ., Μήκος 3,20μ., Ανοιγμα πτερύγων 2μ. και συνολικό βάρος 350
kg. Φέρει γόμωση HE 121 kg. Πρόκειται για τη γόμωση του βλήματος AGM-12B
Bullpup, Mk19 με πυροσωλήνα καθυστέρησης τύπου Mk312-2 σε χρόνους 8-10sec.
H πρόωση του βλήματος γίνεται με χρήση κινητήρα στερεών καυσίμων της
Raufoss άγνωστης ώσεως που προσδίδει στο βλήμα ταχύτητα 0,8Mach και ακτίνα
40+ km. H εκτόξευσή του είναι δυνατή σε ύψη 150-30.000 ft και ταχύτητα άνω
του 1,2 Mach.
To βλήμα δέχεται τα στοιχεία του στόχου από το φορέα και κατευθύνεται στο
στόχο αδρανειακά με τη βοήθεια υψομετρικού ραντάρ. H ιδιομορφία του σε
σχέση με τα άλλα υποψήφια είναι η τερματική καθοδήγηση που γίνεται με χρήση
ερευνητή υπέρυθρης ακτινοβολίας (IR) αντί του ενεργού ραντάρ. H επιλογή της
καθοδήγησης αυτής εξηγείται από το θαλάσσιο περιβάλλον της Νορβηγίας
(φιόρδ) όπου το φαινόμενο των αντανακλάσεων είναι έντονο. Παράλληλα το
κόστος του ερευνητή είναι σημαντικά χαμηλότερο. Παρακάτω θα εξηγήσουμε με
μεγαλύτερη λεπτομέρεια τις διαφορές της καθοδήγησης IR από το ενεργό
ραντάρ.
Το βλήμα διαθέτει επιπλέον δυνατότητα «dog-leg» προσέγγισης (η πορεία
δηλαδή δεν είναι απευθείας προς το στόχο). Αυτή επιτυγχάνεται με τον
καθορισμό πριν από την αποστολή προκαθορισμένων σημείων στη διαδρομή
(waypoints) όπου το βλήμα μεταβάλλει την πορεία του προς το στόχο. Έτσι σε
περίπτωση που το βλήμα ή ο φορέας του εντοπισθεί, δεν είναι δυνατή η
πρόβλεψη του τελικού προορισμού του βλήματος. Το Penguin μπορεί να
εκτοξευτεί σε γωνία 50® έξω από τον άξονα βολής. Είναι επίσης δυνατή η
επιλογή του βέλτιστου υψόμετρου επίθεσης μεταξύ: α) Ύψος εκτόξευσης β)
Μέγιστο ύψος 91μ. γ) Κάθοδος σε προκαθορισμένο ύψος δ) Sea Skimming σε ύψος
20μ.

AGM-84D HARPOON

To RGM-84 είναι το πιο διαδεδομένο βλήμα εναντίον πλοίων του δυτικού
οπλοστασίου. H εξέλιξή του ξεκίνησε το 1968 σαν αεροεκτοξευόμενο βλήμα για
τα αεροσκάφη P-3. Το συμβόλαιο κατακυρώθηκε στην εταιρία McDonnell Douglas
το 1971 και η παραγωγή του βλήματος ξεκίνησε το 1973. H έκδοση AGM-84A έχει
ήδη δοκιμαστεί σε συνθήκες μάχης το Μάρτιο του 1986 κατά τη διάρκεια
επεισοδίου όταν αεροσκάφη του αμερικανικού ναυτικού A-6E βύθισαν τρία σκάφη
του ναυτικού της Λιβύης: 1 πυραυλάκατο κλάσεως Combattante και 2 κλάσεως
Nanuchka 2, η εκτόξευση πραγματοποιήθηκε σε απόσταση 30+ ν.μ. από τους
στόχους.
Τα χαρακτηριστικά του βλήματος AGM-84D είναι: Διάμετρος 0,34μ., Μήκος 3,83
μ., Ανοιγμα πτερύγων 0,91μ. και βάρος 560kg. H πρόωση του βλήματος γίνεται
με χρήση του στροβιλοκινητήρα Teledyne Continental J402-CA-400 ισχύος 308
kg. O κινητήρας προσδίδει ταχύτητα 0,85 Mach και μέγιστη εμβέλεια 193km
στην έκδοση D. H εμβέλεια των αρχικών βλημάτων AGM-84 Block I έφθανε τα
92km, αυξήθηκε όμως με τη χρήση νέου βελτιωμένου καυσίμου JP-10 έναντι του
παλαιοτέρου JP-5. To AGM-84 διαθέτει κώνο μάχης HE βάρους 221kg και σύμφωνα
με το Αμερικανικό Ναυτικό απαιτούνται 2 βλήματα για την καταστροφή σκάφους
μεγέθους φρεγάτας. Το βλήμα λαμβάνει τις πληροφορίες του στόχου και
κατευθύνεται προς αυτόν αδρανειακά σε διαμόρφωση sea skimming
χρησιμοποιώντας και το υψομετρικό ραντάρ APN-194 της Honeywell. Στο
τελευταίο στάδιο της πτήσης ενεργοποιείται ο ενεργός μονοπαλμικός ερευνητής
PR-53/DSQ-58 της Texas Instruments συχνότητας «Κu» ο οποίος κατευθύνει το
βλήμα στο στόχο. H εκτόξευση είναι δυνατή και σε γωνία 90® από τον άξονα
βολής του στόχου.
H έκδοση D παρέχει ενισχυμένο ECCM και ενσωματώνει όλες εκείνες τις
τεχνικές που έχουν σαν στόχο να περιπλέξουν το έργο του αμυνόμενου. H
πορεία προς το στόχο δε γίνεται απευθείας αλλά χρησιμοποιείται και εδώ η
«dog-leg» προσέγγιση. Υπάρχει η δυνατότητα προγραμματισμού 1 έως 3
waypoints με σκοπό να προκαλέσουν σύγχυση στον αμυνόμενο για τον τελικό
στόχο. H προσθήκη αυτή έχει ενσωματωθεί πιθανότατα από την έκδοση AGM-84A
Block IC. Ήδη το βλήμα από την έκδοση AGM-84A Block I έχει τη δυνατότητα
εκτέλεσης τερματικού ελιγμού pop-up σύμφωνα με τον οποίο ανέρχεται σε ύψος
1800μ και στη συνέχεια και με κλίση 30® κατέρχεται προς το στόχο. H
αντιμετώπισή του απαιτεί CIWS με υψηλές δυνατότητες ανύψωσης. Στον τομέα
αυτό εντυπωσιακές είναι οι δυνατότητες του συστήματος Sea Zenith
(+127®/-14®, Phalanx Mk15 +80®/-20®).

H ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΗΣ ΠΟΛΕΜΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ

H Πολεμική Αεροπορία δεν έχει γνωστοποιήσει τον αριθμό των βλημάτων που
επιθυμεί να αποκτήσει καθώς και τους υποψήφιους φορείς των βλημάτων. Λόγω
των γνωστών οικονομικών προβλημάτων, στην παρούσα φάση ο αριθμός που θα
αποκτηθεί θα είναι πιθανότατα 25-30 βλήματα. Στην περίπτωση που η Πολεμική
Αεροπορία δεν επιθυμεί τη χρήση τους αποκλειστικά από μαχητικά αεροσκάφη,
αλλά και από άλλους φορείς (όπως τα αεροσκάφη P-3B, αν και αυτά δεν
ενσωματώνουν στην παρούσα κατάστασή τους αυτή την δυνατότητα) η κατάσταση
περιπλέκεται. Το βλήμα Penguin Mk3 δεν μπορεί να εκτοξευτεί από υποηχητικά
αεροσκάφη, ενώ αντίθετα τα βλήματα AM-39 Block 2 και AGM-84D έχουν αυτή τη
δυνατότητα. Το αμερικανικό ναυτικό έχει πιστοποιήσει το AGM-84 αρχίζοντας
από τα αεροσκάφη P-3C Upgate II. Μερικά από τα τελευταία αεροσκάφη
παραγωγής P-3B πιστοποιήθηκαν και αυτά στο βλήμα AGM-84. Στην περίπτωση που
η Πολεμική Αεροπορία δεν έχει καταφέρει να εξασφαλίσει 1 ή 2 αεροσκάφη από
αυτά, τα αεροσκάφη P-3B πρέπει να πιστοποιηθούν στα βλήματα AGM-84D.
Θεωρητικά και το βλήμα AM39 θα μπορούσε να πιστοποιηθεί στα P-3B, η
διαδικασία αυτή όμως θα είχε υψηλό κόστος και αμφίβολα αποτελέσματα.
Στην πραγματικότητα τα 3 βλήματα που εμφανίζονται ως υποψήφια δεν ανήκουν
στην ίδια κατηγορία πυραύλων εναντίον πλοίων. Το Penguin Mk3 θα ήταν
ορθότερο να συγκρίνεται από άποψη μεγέθους με τα βλήματα Sea Skua ή AS-15TT
αν και η δυνατότητα να βληθεί από αεροσκάφος το φέρνει αντίπαλο με βλήματα
μεγαλύτερου μεγέθους και φιλοσοφίας σχεδίασης.
Στο βλήμα Penguin Mk3 η εταιρία NFT επέλεξε την τοποθέτηση ερευνητή IR. O
ερευνητής αυτός ανιχνεύει την υπέρυθρη ακτινοβολία που «παράγεται» από κάθε
μονάδα επιφανείας. H ακτινοβολία αυτή είναι εντονότερη στα «παράθυρα» του
φάσματος 3-5μm και 8-14μm. Στο πρώτο «παράθυρο» η ακτινοβολία προέρχεται
από τα «θερμά σημεία» του σκάφους (hot spots) όπως η έξοδος των μηχανών του
πλοίου και στο δεύτερο παράθυρο από άλλα σημεία του πλοίου όπως η
υπερκατασκευή. H επιλογή αυτή έγινε με βάση τις νορβηγικές ανάγκες όπου
λόγω της γεωγραφίας του περιβάλλοντος εμφανίζεται έντονο το φαινόμενο των
αντανακλάσεων. Στην περίπτωση αυτή ο ερευνητής IR επιτυγχάνει μεγαλύτερη
δυνατότητα διάκρισης μεταξύ του στόχου και των επιστροφών που προέρχονται
από την αντιθεσή του με την ξηρά που βρίσκεια πίσω από αυτό. Το περιβάλλον
αυτό ταιριάζει περισσότερο στις ελληνικές απαιτήσεις λόγω της ύπαρξης
μεγάλου αριθμού νήσων που μπορούν να λειτουργήσουν ως φυσικά καλύμματα για
τις μονάδες επιφανείας. Επίσης ο ερευνητής IR ως παθητικό μέσο παρέχει στον
αμυνόμενο μικρότερα περιθώρια προειδοποίησης, αφού δεν είναι δυνατός ο
εντοπισμός του από συσκευές ESM που είναι και το βασικότερο όπλο στον
εντοπισμό των επερχομένων βλημάτων. Αντίθετα οι χρησιμοποιούμενες
συχνότητες «Ι» και «Κu» των βλημάτων AM39, AGM-84 περιλαμβάνονται στις
δυνατότητες των συσκευών ESM που χρησιμοποιεί τόσο το ελληνικό όσο και το
τουρκικό πολεμικό ναυτικό. H αντιμετώπιση των βλημάτων αυτών δεν είναι
δυνατή με συστήματα chaff και ECM και περιορίζεται στα CIWS και στις
παραπλανητικές φωτοβολίδες.
H επιλογή του ερευνητή IR μειώνει σημαντικά το κόστος του βλήματος. Έτσι το
κόστος του Mk3 είναι σημαντικά χαμηλότερο από τα δύο άλλα υποψήφια βλήματα
και υπολογίζεται (1988 550 χιλ. δολ.) σε 700-800 χιλ. δολ. Το κόστος αυτό
αναμένεται να αυξηθεί με την επιπλέον δαπάνη πιστοποίησης του βλήματος στα
ελληνικά F-16C.
H καθοδήγηση αυτή έχει και τα μειονεκτήματά της. O ερευνητής IR δεν
επιτρέπει πτήση σε ύψος μικρότερο των 20μ στη διαμόρφωση sea skimming (AM39
2,5μ). Επίσης η εμβέλεια που επιτυγχάνεται φθάνει τα 40+km καθώς η επίτευξη
μεγαλύτερης εμβέλειας (με διατήρηση της ακρίβειας) κάνει επιτακτική τη
χρήση ενεργού ερευνητή με αντίτιμο το υψηλό κόστος του βλήματος. Με
θεωρητική εμβέλεια 40+km, οι πραγματικές εκτοξεύσεις μάχης θα γίνονται σε
αποστάσεις 30-35km. Το γεγονός αυτό αναγκάζει το αεροσκάφος φορέα να βρεθεί
μέσα στην εμβέλεια των βλημάτων Stantard των φρεγατών κλάσεως O.H. Perry
που θα αποκτήσει το τουρκικό ναυτικό. Ήδη με βάση το πρόγραμμα SRA
(Southern Region Amendment) παραχωρήθηκαν τα δύο πρώτα σκάφη (πρώην FFG20
USS Antrim, FFG21 USS Flatley) που θα παραληφθούν το Μάιο/Ιούνιο του 1996
και θα λάβουν τις ονομασίες: F290 TCG Gaziantep, F291 TCG Giresun. Θα
συνοδεύονται από πακέτο υποστήριξης 40 εκ. δολ. που περιλαμβάνει και
βλήματα RIM-66B με εμβέλεια 46km. Το TN έχει εξασφαλίσει την παραχώρηση
ενός ακόμη σκάφους (FFG-16 USS Clifton) που θα λάβει την ονομασία F292 TCG
Gelibolu και προσπαθεί να εξασφαλίσει και 4ο σκάφος. Τα σκάφη αυτά
δημιουργούν μία νέα κατάσταση στο ισοζύγιο δυνάμεων στο Αιγαίο και
δυνατότητα άμυνας περιοχής στο τουρκικό ναυτικό. Δεν αποκλείεται μελλοντικά
η απόκτηση βλημάτων RIM-66B Block 6 με εμβέλεια 67km.
Ένα ακόμη μειονέκτημα σε σχέση με τα άλλα δύο βλήματα είναι ο κώνος μάχης ο
οποίος είναι βάρους 121kg και η καταστροφικότητά του σε μονάδες
εκτοπίσματος άνω των 2.000 τόνων περιορίζεται στην πρόσκαιρη απενεργοποίησή
τους ανάλογα με το σημείο που δέχονται το πλήγμα.
H περίπτωση του AM39 έχει συζητηθεί αρκετά στο παρελθόν. Είναι το μοναδικό
από τα υποψήφια βλήματα που έχει χρησιμοποιηθεί εκτεταμένα σε πραγματικές
συνθήκες μάχης και έχει δεχθεί οξύτατες κριτικές για την αξιοπιστία του.
Παρά το ότι είναι το μεγαλύτερο σε βάρος βλήμα από τα τρία, φέρει κώνο
μάχης βάρους μόλις 165kg. H αναλογία δηλαδή γόμωσης/βάρος βλήματος είναι
1:4. H αναλογία στα δύο άλλα βλήματα είναι: AGM-84 1:2,5, Penguin Mk3
1:2,8. Έχει παρατηρηθεί συχνά το φαινόμενο αστοχιών και η ευαισθησία του
ψευδοπυροσωλήνα προσέγγισης στα chaff και γενικότερα του ερευνητή σε
περιβάλλον έντονων παρεμβολών. Είναι χαρακτηριστικό το ότι το HMS Sheffield
βυθίστηκε έπειτα από πυρκαγιά που προκλήθηκε από τα καύσιμα του κινητήρα,
ενώ σε άλλες περιπτώσεις οι ζημιές που προκλήθηκαν (περίπτωση HMS
Glamorgan) ήταν περιορισμένες.
H κατασκευάστρια εταιρία ισχυρίζεται ότι το βλήμα κατασκευάστηκε για να
απενεργοποιεί μονάδες επιφανείας μεγέθους φρεγάτας και όχι για να προκαλεί
τη βύθισή τους. Ένα βλήμα αυτής της κατηγορίας είναι εξαιρετικά δύσκολο να
προκαλέσει βύθιση παρά μόνο στην περίπτωση πυρκαγιάς ή δομικής αστοχίας του
πλοίου. H ανθεκτικότητα στα ECM βελτιώθηκε με το νέο ερευνητή Super ADAC.
Το βλήμα δε φαίνεται να διαθέτει δυνατότητα «dog-leg» προσέγγιση και έτσι
είναι σχετικά προβλέψιμος ο τελικός προορισμός του. Στην έκδοση Block 2
έχουν ενσωματωθεί πάντως τερματικοί ελιγμοί (πιθανότατα κάτι ανάλγο του
pop-up). H χρήση του στο ελληνικό οπλοστάσιο είναι δυνατή μόνο από τα
αεροσκάφη Mirage 2000, τα οποία όμως σήμερα χρησιμοποιούνται αποκλειστικά
σε ρόλους αναχαίτισης. H ανάληψη αποστολών ναυτικής κρούσης θα δέσμευε
αριθμό αεροσκαφών και πιλότων σε αποστολή άλλη από τα καθήκοντα των 2
μοιρών που είναι εφοδιασμένες με αεροσκάφη Mirage2000. Το κόστος του
βλήματος φθάνει τα 1,2 εκ. δολ. (τιμή 1992 1 εκ. δολ.).
Το AGM-84D είναι αναμφισβήτητα το πιο προηγμένο βλήμα της κατηγορίας του.
Ενσωματώνει σύγχρονες τεχνικές αποφυγής των αμυντικών συστημάτων του
αντιπάλου και κώνο μάχης 221kg που μπορεί να επιφέρει καίρια πλήγματα ακόμη
και σε σκάφη εκτοπίσματος 3-4000 τόνων. Ας μην ξεχνάμε ότι ο στόχος της
Πολεμικής Αεροπορίας δεν περιορίζεται στις μονάδες μάχης αλλά και σε μεγάλα
αποβατικά σκάφη/αρματαγωγά. Έχει δοκιμαστεί με επιτυχία σε πραγματικές
συνθήκες. H εμβέλειά του εξασφαλίζει την επιβιωσιμότητα του αεροσκάφους
φορέα. Τα αεροσκάφη A-7E μπορούν να βάλλουν βλήματα Harpoon χωρίς καμία
μετατροπή και είναι δυνατή η πιστοποίηση και σε αεροσκάφη P-3B με
αποτέλεσμα αυτά να αποκτήσουν αξιόλογη δύναμη πυρός για την εκτέλεση
αποστολών «πέραν του ορίζοντος» (OTH). Θεωρητικά είναι δυνατή η πιστοποίηση
και σε αεροσκάφη F-16C Block 50, αν και διαφαίνεται η πρόθεση της Πολεμικής
Αεροπορίας για την ανάληψη αποστολών ναυτικής κρούσης από αεροσκάφη A-7E.
Τα αεροσκάφη αυτά σε συνδυασμό με τα αποκτηθέντα ατρακτίδια LANA (όπως και
τα αεροσκάφη F-16C Block 50 με το σύστημα LANTIRN) έχουν τη δυνατότητα
εκτέλεσης αποστολών σε αντίξοες καιρικές συνθήκες και κατά τη διάρκεια της
νύχτας. Το κόστος του βλήματος AGM-84D είναι υψηλό και υπολογίζεται ότι
φθάνει τα 1,8 εκ. δολ. Δεν απαιτείται ωστόσο επιπλέον κόστος πιστοποίησης
στα αεροσκάφη A-7E.
Έχουν εκφραστεί πάντως επιφυλάξεις για την αξιοποίηση του βλήματος σε
κορεσμένο περιβάλλον με έντονο το φαινόμενο των αντανακλάσεων όπου υπάρχουν
επιπλέον δυσκολίες στη διάκριση φιλίων μονάδων. Γι' αυτό το λόγο πιστεύεται
ότι το βλήμα δε χρησιμοποιήθηκε στον πόλεμο του Κόλπου. Είναι σίγουρο ότι
σε ένα περιβάλλον όπως το Αιγαίο, η θεωρητική εμβέλεια του βλήματος δεν
είναι αξιοποιήσιμη αλλά η πρακτική εμβέλεια σε ανάλογο περιβάλλον θα
περιορισθεί στα 60-70 χλμ.
Από τα παραπάνω προκύπτει ως πιθανότερη επιλογή ένα από τα: Penguin Mk3 και
AGM-84D. H επιλογή του AM39 είναι απίθανη, εκτός εάν στην αγορά αυτή
ληφθούν υπόψιν και εξωεπιχειρησιακοί παράγοντες. H Aerospatiale με όπλο τη
στενή συνεργασία της με την EAB προωθεί πακέτο ύψους 100 εκ. γαλλικών
φράγκων που περιλαμβάνει 5-6 ελικόπτερα Super Puma για ρόλους
έρευνας-διάσωσης, αντιαρματικά βλήματα Eryx και βλήματα AM39 Exocet.
Το Penguin Mk3 φαίνεται να ταιριάζει περισσότερο στην Πολεμική Αεροπορία
και στα υπέρ του λογίζεται και το χαμηλό του κόστος. Μερικά επιχειρησιακά
του μειονεκτήματα είναι σημαντικά και απομένει στην Πολεμική Αεροπορία να
αξιολογήσει τη βαρύτητά τους. Στα μειονεκτήματα να προσθέσουμε και την
αδυναμία βολής του από τα P-3B, αν και η αξιοποίηση των αεροσκαφών αυτών
προς αυτή την κατεύθυνση στην παρούσα τουλάχιστον φάση είναι μικρή.
H περίπτωση του AGM-84D είναι εξίσου ενδιαφέρουσα, παρά το υψηλό κόστος,
αφού και εδώ γίνει μια επιχειρησιακή εκτίμηση του προφίλ του βλήματος που
επιθυμούμε να επιλέξουμε και των αποστολών (και φορέων) που θα
χρησιμοποιηθεί.

ΛΕΖΑΝΤΕΣ
H νορβηγική αεροπορία έχει επιλέξει το βλήμα Penguin Mk3 (AGM-119A) για τον
εξοπλισμό των F-16A που διαθέτει.


Το γαλλικό βλήμα Exocet AM39, που βλέπουμε εδώ κατά την εκτόξευσή του από
αεροσκάφος ναυτικής συνεργασίας Atlantic 2, μπορεί να χρησιμοποιήσει
ποικιλία φορέων. Όμως, στο ελληνικό οπλοστάσιο περιορίζεται στο M2000.
(Φωτογραφία C.E.V.)

O εξοπλισμός των M2000 με Exocet AM39 υπήρξε, σύμφωνα με τις πληροφορίες,
μέρος παλαιότερης γαλλικής πρότασης που δεν υιοθετήθηκε. (Φωτογραφία
C.E.V.)


Το αμερικανικό ναυτικό χρησιμοποιεί το AGM-84, τόσο από αεροσκάφη F/A-18
όσο και από A-6. To βλήμα όμως μπορεί να χρησιμοποιηθεί και από αεροσκάφη
A-7E σαν και αυτά που η Π.Α. παρέλαβε πρόσφατα.

A-6 σε τυπική αποστολή ναυτικής κρούσης. Οι Harpoon θα εκτοξευθούν πρώτα
από απόσταση 30-50 ναυτικών μιλίων. Μετά το πλήγμα τους και ενώ η άμυνα του
εχθρικού σκάφους έχει εξουδετερωθεί ή αποσυντονιστεί, τα A-6 χρησιμοποιούν
τις βόμβες-περιλήπτες.