roundcorner.gif (262 bytes)  

ΤΟ ΟΝΕΙΔΟΣ ΤΟΥ ’97 - Η 100ή επέτειος μιας εθνικής τραγωδίας…




ΤΟ ΟΝΕΙΔΟΣ ΤΟΥ '97
Η 100ή επέτειος μιας εθνικής τραγωδίας...

Το 1997 συμπληρώνεται ένας αιώνας από τον «Ατυχή Πόλεμο του '97», μία από
τις σκοτεινότερες σελίδες της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας.

Του Ηλία Νταλούμη


Στις 10 Δεκεμβρίου 1893 ο Χαρίλαος Τρικούπης αγορεύοντας στη Βουλή ανάμεσα
στα άλλα είπε και τη φράση: «...δυστυχώς επτωχεύσαμεν». Ήταν μια από τις
λίγες, ίσως ελάχιστες, φορές που από το βήμα της Βουλής ένας έλληνας
πολιτικός εκστόμιζε κάτι τόσο σημαντικό που αφενός το εννοούσε και αφετέρου
είχε τόσο βαριές συνέπειες για την Ελλάδα. Λίγες μέρες μετά η Βουλή ψήφισε
το Νόμο 2196/93 με τον οποίον κηρυσσόταν επίσημα το ελληνικό κράτος σε
κατάσταση πτώχευσης ως προς τις πληρωμές του στο εξωτερικό. Ο πόλεμος που
ξέσπασε κατά της κυβέρνησης και του ίδιου του Τρικούπη ήταν γενικός και
ολοκληρωτικός. Οι γάλλοι και οι βρετανοί δανειστές πίεζαν τις κυβερνήσεις
τους και αυτές με τη σειρά τους την ελληνική. Αυτός όμως που είχε ξεπεράσει
κάθε όριο ήταν ο Kaiser Whilhelm ΙΙ(Σημ. 1). Ήταν επικεφαλής μιας λυσσαλέας
και βάναυσης επίθεσης κατά της Ελλάδας, επειδή πίστευε ότι θα αποκόμιζε
—όπως πράγματι έγινε— οφέλη από την Τουρκία. Τις αντιδράσεις του αυτές δεν
περιόριζε ούτε η συγγένειά του με το θρόνο της Ελλάδας (Σημ. 2). Στο
εσωτερικό η αντίδραση ήταν εξίσου λυσσαλέα. Ο Δηλιγιάννης, λαϊκιστής χωρίς
όρια, είχε κυριολεκτικά ξεσπαθώσει. Οι προσπάθειες του Τρικούπη για να
περισωθεί η οικονομία ή τέλος πάντων ό,τι είχε απομείνει από αυτήν,
στρέφουν εναντίον του εκτός από τους κεφαλαιούχους και τις λαϊκές τάξεις. Ο
Γεώργιος Α', άτομο έξυπνο και με πολιτικές ικανότητες, αν και γνώριζε ότι ο
Τρικούπης δεν ήταν ο κύριος υπεύθυνος της κατάστασης και ότι προσπαθούσε
για το σωστό, του «γύρισε την πλάτη». Και όχι μόνον αυτό. Τα Ανάκτορα
άρχισαν να χρησιμοποιούν τις διασυνδέσεις τους στο Στρατό προκειμένου να
υπάρξει και εκεί δυσφορία. Η συμμετοχή του διαδόχου Κωνσταντίνου σε
συλλαλητήριο κατά της κυβέρνησης θα αναγκάσει τον Τρικούπη, στις 12
Ιανουαρίου 1895, να υποβάλει την παραίτησή του. Στις εκλογές της 16ης
Απριλίου 1895 δε θα εκλεγεί, για λίγες ψήφους, ούτε βουλευτής. Τότε θα πει
το περίφημο: «Ανθ' ημών ο Γουλιμής» (Σημ. 3). Ήταν η αρχή της «ελεύθερης
πτώσης» που είχε μπει η Ελλάδα. Δε θα συνερχόταν παρά μόνο όταν «είχε
πιάσει πάτο».
Ο Δηλιγιάννης ως πρωθυπουργός, φυσικά, δεν κατάφερε απολύτως τίποτα. Η
ελληνική κοινωνία βρισκόταν σε κρίση. Ο κόσμος δεν εμπιστευόταν τους
πολιτικούς παρά μόνο για ρουσφέτια. Οι Ένοπλες Δυνάμεις ήταν κυριολεκτικά
«εν διαλύσει». Επιπλέον εκείνη την εποχή σημειώθηκε βαθύ ρήγμα στις σχέσεις
μεταξύ των αξιωματικών. Ο διάδοχος Κωνσταντίνος είχε δημιουργήσει μια ομάδα
«εκλεκτών» του αξιωματικών, με τους οποίους έκανε ό,τι ήθελε στο στράτευμα.
Αποκορύφωμα ήταν η παροχή αύξησης 20 δραχμών, ποσό αρκετά μεγάλο για την
εποχή, στους αξιωματικούς του πυροβολικού και του μηχανικού. Έτσι οι
ομοιόβαθμοί τους του πεζικού, ιππικού και οικονομικού έμεναν σε υποδεέστερη
θέση. Φυσικά υπήρξαν πολλές αντιδράσεις. Η πιο εντυπωσιακή ήταν η ομαδική
παραίτηση του συνόλου των αξιωματικών των μη ευνοημένων όπλων, από τη Λέσχη
των αξιωματικών, της οποίας πρόεδρος ήταν ο Κωνσταντίνος. Το γεγονός αυτό
δημιούργησε σάλο. Ο Ιωάννης Μεταξάς, ο κατοπινός δικτάτορας, αν και
αξιωματικός του Μηχανικού, σημείωνε στο ημερολόγιό του: «... μεγάλο σκάνδαλο
και διαίρεση. Έχουν εν μέρει δίκιο και εν μέρει άδικο».
Το κλίμα αυτό βοήθησε εξαιρετικά την ανάπτυξη της «Εθνικής Εταιρίας». Ήταν
μια οργάνωση αξιωματικών που ιδρύθηκε στην Αθήνα στις 12 Νοεμβρίου του
1894. Τη μεγάλη της ακμή άρχισε να τη γνωρίζει μετά το Σεπτέμβριο του 1895,
όταν τροποποιήθηκε το καταστατικό της και μέλη της μπορούσαν να είναι και
μη στρατιωτικοί. Σε αυτή λοιπόν την τυπικά μυστική οργάνωση, για την οποία
όμως γνώριζαν πολλά πολλοί, συμμετείχαν και κάποια «ηχηρά» ονόματα της
ελληνικής κοινωνίας. Όπως, για παράδειγμα, οι καθηγητές του Πανεπιστημίου
της Αθήνας Σπυρίδων Λάμπρος, Νικόλαος Πολίτης, Γεώργιος Χατζηδάκις. Ακόμα ο
Κωστής Παλαμάς, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, ο Γεώργιος
Σουρής, ο Νικηφόρος Λύτρας. Από τους αξιωματικούς που ανήκαν κάποιοι θα
γίνονταν γνωστοί στον αιώνα μας. Τέτοιοι ήσαν ο Παύλος Μελάς, που θεωρείται
από τους ιδρυτές της, ο Παναγιώτης Δαγκλής και ο Λεωνίδας Παρασκευόπουλος.
Αλλά η «Εθνική Εταιρία» δεν ήταν και η μόνη που ήθελε, σώνει και καλά, να
σώσει την Ελλάδα. Ένα σχεδόν χρόνο πριν από αυτή είχε ιδρυθεί «Ο
Ελληνισμός», μια παρόμοια οργάνωση που στις τάξεις της συγκέντρωνε λίγους
επωνύμους αλλά πολλούς περισσότερους από τις λαϊκές τάξεις. Παραμένει ένα
μεγάλο ερώτημα πως τόσοι σοβαροί άνθρωποι έκαναν τόσες κουταμάρες. Γεγονός
πάντως είναι ότι σχεδόν οι πάντες βρίσκονταν σε υπερεθνικιστικό παραλήρημα.
Είχαν θέσει ως στόχο τους τη «Μεγάλη Ιδέα» και πίστευαν ότι θα την
υλοποιούσαν αγορεύοντας στα καφενεία της πλατείας Συντάγματος ή σε
ομήγυρεις ομοιοπαθών. Προφανώς τους διαφεύγανε τρεις παροιμίες. Η πρώτη
λέει για το πώς δε βάφονται τα αυγά, η άλλη για το πού αρμόζουν τα μεταξωτά
βρακιά και η τρίτη για το τι πρέπει να βρέξει κανείς για να φάει ψάρι...
Και ενώ όλα αυτά συνέβαιναν στην Ελλάδα, η Κρήτη βρισκόταν σε έναν ακόμη
επαναστατικό αναβρασμό. Όμως η «Μητέρα Πατρίδα» δεν έδειχνε και τόση
διάθεση να βοηθήσει στη λύση των εκεί προβλημάτων. Η Αθήνα ήταν
απασχολημένη με τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ο Δηλιγιάννης μόλις ανέλαβε την
κυβέρνηση άρχισε να εφορμόζει ακριβώς το αντίθετο από αυτό που έκανε ο
Τρικούπης. Έσπευσε λοιπόν να υποστηρίξει την τέλεση των Α' Ολυμπιακών
Αγώνων στην Αθήνα. Το πλήρες ξεχαρβάλωμα της ελληνικής οικονομίας δεν ήταν
εμπόδιο. Το επίπεδο όπου βρισκόταν η πολιτική ζωή της χώρας δείχνει ένα
πολύ χαρακτηριστικό γεγονός. Στις 2.00 μμ του Σαββάτου 30ης Μαρτίου 1896,
ήταν η τελευταία ημέρα των αγώνων, δινόταν η εκκίνηση του Μαραθωνίου. Ένα
λεπτό πριν από τις 5 τερμάτιζε στο Παναθηναϊκό Στάδιο νικητής ο Σπύρος
Λούης (Σημ. 4). Τον ακολουθούσε ένας άλλος Έλληνας, ο Χαρίλαος Βασιλάκος
(Σημ. 5). Στις 6.30 της ίδιας ημέρας πέθανε, στο ξενοδοχείο «Gray et d'
Αlbion» στις Cannes (Σημ. 6) της Γαλλίας, ο Χαρίλαος Τρικούπης. Όταν την
επομένη πρότειναν να σταλεί το θωρηκτό «Ύδρα» (Σημ.7) για να μεταφερθεί η
σορός του Τρικούπη στην Ελλάδα, ο Δηλιγιάννης δήλωσε: «Τα πολεμικά πλοία
δεν είναι για να μεταφέρουν νεκρούς»...
Μόλις πέρασαν οι γιορτές και τα πανυγήρια, τότε άρχισαν να αντιλαμβάνονται
ότι στην Κρήτη η επανάσταση ήταν σε πλήρη εξέλιξη. Η «Εθνική Εταιρεία», το
καλοκαίρι του 1896, έστελνε αντάρτες εκεί αλλά και στη Μακεδονία, ενώ
ετοίμαζε να στείλει και στην Ηπειρο. Η κυβέρνηση προσπαθούσε να αποφύγει τα
«μπλεξίματα» αλλά δεν έκανε και τίποτα το ουσιαστικό προκειμένου να
περιορίσει τη δράση της «Εθνικής Εταιρείας». Τον Ιανουάριο του 1897 τα
γεγονότα πήραν δραματική τροπή στην Κρήτη. Τότε η κυβέρνηση αποφάσισε να
στείλει ελληνικά στρατεύματα, όχι αντάρτες, στο νησί. Στις 11 το βράδυ της
3ης Φεβρουαρίου 1897 άρχισε η αποβίβαση στο Κολυμπάρι των Χανιών των 1417
ανδρών που αποτελούσαν το Ελληνικό Εκστρατευτικό Σώμα. Επικεφαλής τους ήταν
ο Συνταγματάρχης Τιμολέων Βάσσος. Τα όσα έγιναν τότε στην Κρήτη, αν και
είναι άκρως ενδιαφέροντα, ξεφεύγουν από το αντικείμενο αυτού του
σημειώματος. Θα αρκεσθούμε λοιπόν στο να πούμε ότι οι «Μεγάλες Δυνάμεις»,
όπως συνήθιζαν να τις λένε, είχαν αποφασίσει να κάνουν την Κρήτη αυτόνομη
πολιτεία υποτελή στον σουλτάνο, με χριστιανό ύπατο αρμοστή.
Στην Αθήνα, αλλά και σε ολόκληρη την Ελλάδα, όλοι είχαν καταληφθεί από
πολεμική μανία. Στις 15 Μαρτίου 1897 αναχώρησε ο διάδοχος Κωνσταντίνος για
τη Λάρισα. Θα έμπαινε επικεφαλής του στρατού της Θεσσαλίας. Αρχηγός του
επιτελείου του ήταν ο Συνταγματάρχης του Πυροβολικού Κωνσταντίνος
Σαπουντζάκης. Μαζί του, ως επιτελείς, ήταν ο Λοχαγός του Μηχανικού Βίκτωρ
Δούσμανης και οι Υπολοχαγοί, επίσης του Μηχανικού, Ιωάννης Μεταξάς και
Ξενοφών Στρατηγός (Σημ. 8). Στον προορισμό τους έφθασαν δύο ημέρες
αργότερα. Στις 19 του ίδιου μήνα, ο Κωνσταντίνος διέταξε την αναπροσαρμογή
της διάταξης των ελληνικών δυνάμεων που ήταν απλώς παραταγμένες κατά μήκος
των συνόρων. Αυτό προκάλεσε επιπλέον προβλήματα. Και πρέπει εδώ να πούμε
ότι δεν υπήρχε κανένα σχέδιο δράσης του Ελληνικού Στρατού. Δεν προβλεπόταν
καμία επιθετική ενέργεια αλλά μόνο στατική άμυνα. Όμως έλειπαν εντελώς τα
αμυντικά έργα! Ακόμη δεν υπήρχαν εφεδρείες που θα επέτρεπαν την αποστολή
ενισχύσεων στους τομείς που παρουσίαζαν προβλήματα και θα σχημάτιζαν τη 2η
γραμμή άμυνας, αν χρειαζόταν.
Αλλά αυτά δεν ήταν και τα μόνα προβλήματα του στρατού. Όλοι οι αξιωματικοί
υστερούσαν σημαντικά στην πρακτική εκπαίδευση. Λίγοι είχαν μια ανεκτή έως
καλή θεωρητική κατάρτιση. Γυμνάσια δε γίνονταν ποτέ. Το πεζικό ήταν
εφοδιασμένο με τουφέκια Gras υποδ.1874. Τα όπλα αυτά επαρκούσαν για τον
εξοπλισμό τόσο του ενεργού στρατού, όσο και των εφέδρων, που εντωμεταξύ
είχαν κληθεί. Σε κάθε όπλο αντιστοιχούσαν 243 φυσίγγια από τα οποία ο κάθε
στρατιώτης έφερε 78. Το ιππικό ήταν οπλισμένο με σπάθες και αραβίδες Gras,
για τις οποίες κάθε ιππέας έφερε μαζί του 96 φυσίγγια. Οι υπαξιωματικοί του
ιππικού αντί αραβίδας είχαν περίστροφα Chamelot-Delvigne. Με τα ίδια ήταν
εφοδιασμένοι και όλοι οι αξιωματικοί. Το πυροβολικό είχε πυροβόλα Krupp των
75 και 85mm. Τα πρώτα έφθαναν τα 191 και προορίζονταν για τις πεδινές και
ορεινές πυροβολαρχίες. Τα δεύτερα, τα «βαριά», προορίζονταν μόνο για τις
πεδινές και ήταν 36. Σε κάθε πυροβόλο αντιστοιχούσαν 291 βλήματα, από τα
οποία το 66% ήσαν βολιδοφόρα και τα υπόλοιπα εγκαιροφλεγή.
Ακόμα και αν όλα αυτά μπορούν να θεωρηθούν, με πολύ καλή θέληση, πως
κάλυπταν τις ελάχιστες ανάγκες του στρατού ή αφήσουμε κατά μέρος ότι ήταν
μάλλον απαρχαιωμένα, εκεί όπου η κατάσταση ήταν απαράδεκτη ήταν στον τομέα
της εκπαίδευσης. Οι στρατιώτες δε γνώριζαν να τα χρησιμοποιούν. Οι
πυροβολητές, για παράδειγμα, έριξαν τις πρώτες τους βολές κατά τη διάρκεια
των συγκρούσεων. Ασκήσεις ελιγμών δεν είχαν γίνει ποτέ. Η πειθαρχία πυρός
ήταν κάτι το άγνωστο. Η παθητική άμυνα ήταν αυτό που, ενστικτωδώς και όχι
λόγω εκπαίδευσης, γνώριζαν οι στρατιώτες. Αυτό όμως πολύ εύκολα μετέτρεπε
τους ελιγμούς της υποχώρησης σε φυγή και αυτό ακριβώς έγινε τότε. Όταν και
όπου χρειάσθηκε να γίνουν υποχωρητικοί ελιγμοί, πολύ σύντομα αυτοί
μετατράπηκαν σε άτακτη φυγή.
Ένα άλλο τραγικό σημείο ήταν η κατάσταση σε στολές και γενικά υλικό
πολέμου. Όπως αναφέρεται μόνο στους 22.000 επιστράτους, από το σύνολο των
85.000, δόθηκαν στολές και πλήρη εφόδια. Οι υπόλοιποι πήραν ένα πηλίκιο,
ένα λινό χιτώνιο και μια κουβέρτα! Τα άλογα για το ιππικό και το πυροβολικό
ήταν είδος μάλλον σπάνιο... Την τελευταία στιγμή το πυροβολικό κάλυψε τις
ανάγκες του. Δεν έγινε όμως και το ίδιο με το ιππικό. Πολλές ίλες πήγαν στη
μάχη ως πεζοπόρα τμήματα. Η ίδια κατάσταση διάλυσης επικρατούσε και στην
επιμελητεία. Μεταφορικά ζώα δεν υπήρχαν. Όσα επιτάχθηκαν, μαζί με τους
οδηγούς τους, τράπηκαν σε φυγή μετά τις πρώτες αποτυχίες. Οι μεταφορές σε
πυρομαχικά και τρόφιμα ήταν κάτι παραπάνω από προβληματικές. Τα δεύτερα
μάλιστα σχεδόν ποτέ δεν έφθαναν στον προορισμό τους. Όσο για τις μεταφορές
τραυματιών αυτές ήταν μάλλον αχρείαστες. Ούτως ή άλλως δεν είχαν πού να
τους μεταφέρουν. Οργανωμένα νοσοκομεία ή έστω νοσοκομεία της κακιάς ώρας,
δεν υπήρχαν. Όσα οργανώθηκαν ήταν αποτέλεσμα εθελοντικής και μόνο
προσφοράς. Τελικά αυτό που ονομαζόταν στρατός δεν ήταν παρά ένα
συνονθύλευμα ενθουσιασμένων ανθρώπων που πίστευαν ότι θα νικήσουν με
τραγούδια και φωνές.
Γιατί μπορεί να επικρατούσε αυτή η διάλυση, η «Εθνική Εταιρεία» όμως
προχωρούσε ακάθεκτη. Τον Μάρτιο του 1897 οργάνωσε ένα σώμα ατάκτων, που
απαλάχθηκαν με νόμο από τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις, στελεχωμένο με
αξιωματικούς και υπαξιωματικούς του στρατού. Το σώμα αυτό, μαζί τους και
αρκετές συμμορίες ληστών, πέρασε τα σύνορα και μπήκε στη Μακεδονία που τότε
ήταν τουρκικό έδαφος. Η εισβολή αυτή που έγινε στις 27 και 28 Μαρτίου,
αποτέλεσε και την αφορμή της κήρυξης του πολέμου από την Τουρκία. Μια
κήρυξη που έγινε στις 5 Απριλίου. Πριν όμως μπούμε στην περιγραφή των
επιχειρήσεων, καλό είναι να αναφέρουμε τις δυνάμεις που παρέτασαν οι δύο
αντίπαλοι.
Η μάχιμη δύναμη του Ελληνικού Στρατού έφθανε τις 73.142 άνδρες, που ήταν
κατανεμημένη σε δύο Αρχηγεία. Στο Α' της Θεσσαλίας και το Β' της Ηπείρου.
Το Α' Αρχηγείο είχε δύναμη 41.735 άνδρες, που αποτελούσαν την 1η και τη 2η
Μεραρχία. Τις μεραρχίες αυτές αποτελούσαν: 25 τάγματα πεζικού, 7 τάγματα
Ευζώνων και ένα τάγμα εθελοντων. Είχαν ακόμη 12 ίλες ιππικού από τις οποίες
οι 4 ήταν άνιππες, 8 πεδινές και 8 ορεινές πυροβολαρχίες και τέλος 2
διλοχίες μηχανικού. Στην Ήπειρο υπήρχε η 3η Μεραρχία με 22.461 άνδρες,
οργανωμένοι σε 12 τάγματα πεζικού, 3 ευζωνικά, 3 ίλες ιππικού, 4 πεδινές
και 4 ορεινές πυροβολαρχίες, 1 τάγμα συν 1 διλοχία μηχανικού. Τέλος στην
υπόλοιπη χώρα, κυρίως στην περιοχή της Αθήνας και την Κρήτη, υπήρχαν 3
τάγματα πεζικού, 3 εθελοντών, 3 ίλες ιππικού, 1 ορεινή πυροβολαρχία και 1
τάγμα συν διλοχία μηχανικού. Το σύνολό τους έφθανε τους 8.946 άνδρες.
Ο Στόλος διέθετε τα θωρηκτά «Ύδρα», «Σπέτσες» και «Ψαρά». Την τορπιλοθέτιδα
«Κανάρης». Τη θωρακοβάριδα «Βασιλεύς Γεώργιος». Το εύδρομο «Ναύαρχος
Μιαούλης». Τον ξύλινο θωρακοδρόμονα «Βασίλισσα Όλγα». Τους ατμομυοδρόμονες
«Αλφειός», «Ευρώτας», «Πηνειός» και «Αχελώος». Τις ατμοβάριδες «Ακτιο» και
«Αμβρακία». Τέλος 17 τορπιλοβόλα που δεν έφεραν ονόματα αλλά αριθμούς από 1
έως και 17 και κάποιες, 4 με 5 κανονιοφόροι. Υπήρχαν ακόμα αρκετά σκάφη που
όμως δεν είχαν καμία απολύτως αξία ως πολεμικά πλοία. Ο Στόλος είχε
χωρισθεί σε δύο Μοίρες. Την Ανατολική, στο Αιγαίο βέβαια, και τη Δυτική. Η
κυρία δύναμη του Στόλου ήταν ενταγμένη στην Ανατολική Μοίρα που είχε ως
επικεφαλής τον Υποναύαρχο Κωνσταντίνο Σαχτούρη. Στη Δυτική Μοίραρχος ήταν ο
Πλοίαρχος Δημήτριος Κριεζής. Η κατάσταση που επικρατούσε στο Ναυτικό ήταν
ανάλογη με αυτήν του Στρατού.
Να περάσουμε τώρα στην πλευρά των Τούρκων. Αρχιστράτηγος ήταν ο Ετέμ Πασάς
και Επιτελάρχης ο Σεφκέτ Πασάς. Το Γενικό Στρατηγείο τους ήταν στην
Ελασσόνα. Η δύναμή τους, στη Θεσσαλία, ήταν περίπου 62.000 πεζοί, 1.300
ιππείς και 204 πυροβόλα. Οι άνδρες του πεζικού έφεραν κυρίως τουφέκια
Martini, ενώ μερικοί έφεδροι Mauser. Για το ιππικό υπήρχαν αραβίδες Martini
και Winchester. Τα τουρκικά πυροβόλα ήταν Krupp των 87mm για τις πεδινές
πυροβολαρχίες, των 75mm για τις έφιππες, των 69mm για τις ορεινές, ενώ
υπήρχαν και οβιδοβόλα (Σημ. 9) των 120mm. Όσοι θελήσουν να ασχοληθούν
λεπτομερέστερα με τα όπλα των δύο στρατών, πολύ γρήγορα θα διαπιστώσουν ότι
αυτά των Τούρκων ήταν νεότερα και καλύτερα από αυτά των Ελλήνων. Η παραπάνω
δύναμη ήταν οργανωμένη σε 99 τάγματα πεζικού, 22 ίλες ιππικού, 45
πυροβολαρχίες από τις οποίες οι 17 ήταν ορεινές και 3 λόχους μηχανικού. Ως
προς την εκπαίδευση ο τουρκικός στρατός υπερείχε σαφώς του ελληνικού. Την
εκπαίδευση, όπως και την οργάνωση και τον εξοπλισμό, είχαν αναλάβει
γερμανοί αξιωματικοί. Ο von der Goltz (Σημ. 10) είχε κάνει εξαιρετική
δουλειά. Όσο για το Ναυτικό, δεν υπάρχουν και πολλά να πούμε. Πρακτικά δεν
υπήρχε. Τα πλοία ήταν παλιά και είχαν εγκαταλειφθεί χωρίς την παραμικρή
συντήρηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο τουρκικός στόλος δεν έφυγε καθόλου
από το ναύσταθμό της Κωνσταντινούπολης καθόλη τη διάρκεια του πολέμου. Στο
Αιγαίο δε βγήκαν ούτε μεμονωμένες μονάδες του.
Οι πρώτες αψιμαχίες άρχισαν στις 4 Απριλίου, πριν διακοπούν οι διπλωματικές
σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας, στην Καλλιπεύκη (Νεζερό) (Σημ. 11) του Τυρνάβου.
Την επομένη το ελληνικό πεζικό κατέλαβε δύο τουρκικούς μεθοριακούς σταθμούς
και απόκρουσε δύο τουρκικές αντεπιθέσεις. Στις 6 Απριλίου στον τομέα της
Μελούνας 4 ελληνικοί λόχοι δέχθηκαν την επίθεση 13 τουρκικών ταγμάτων. Οι
υπέρτερες δυνάμεις και η κακή θέση του πυροβολικού ανάγκασαν τις ελληνικές
δυνάμεις να υποχωρήσουν. H κακή αντίληψη της κατάστασης, η ασυνεννοησία
μεταξύ των τμημάτων, και το κακό ηθικό των αγωνιζόμενων τμημάτων που είχαν
να εφοδιασθούν με τροφή και νερό 24 ώρες, μετατρέψανε την υποχώρηση σε
άτακτη φυγή. Πολύτιμο έδαφος εγκαταλείφθηκε χωρίς ουσιαστικό λόγο.
Διορθωτικές κινήσεις που προσπάθησε να κάνει ο Κωνσταντίνος όχι μόνο δεν
είχαν κανένα αποτέλεσμα, αλλά και επέτειναν τη σύγχυση. Οι Συνταγματάρχες
Νικόλαος Μακρής και ΧρήστοςΜαστραπάς, διοικητές της 1ης Μεραρχίας και της
2ης Ταξιαρχίας αντίστοιχα, έκριναν ότι η κατάσταση των μονάδων τους ήταν
τέτοια που δεν τους επέτρεπε να προβάλουν εκεί αντίσταση. Ο Κωσταντίνος
χωρίς να γνωρίζει την κατάσταση και χωρίς να στείλει αξιωματικό του
Επιτελείου για να τη διαπιστώσει, ενέκρινε την υποχώρηση.
Όμως η σύγχυση που επικρατούσε στις επικοινωνίες μεταξύ του Κωνσταντίνου,
του Μακρή και του Μαστραπά, ήταν κάτι το ασύλληπτο. Αλλες διαταγές δίδονταν
και άλλες εκτελούνταν. Κανένας δε φρόντιζε να ενημερώσει κανέναν για τις
κινήσεις που επρόκειτο να κάνει, έκανε ή είχε κάνει. Και μη νομισθεί ότι
μεσολαβούσαν μεταξύ τους τίποτα μεγάλες αποστάσεις. Μόλις 15 χιλιόμετρα! Αν
οι Τούρκοι είχαν αντιληφθεί την κατάσταση θα είχαν φθάσει στον Τύρναβο από
τη δεύτερη ημέρα. Εκεί βέβαια δε θα έβρισκαν και πολλούς, αφού οι
περισσότεροι κάτοικοι τον είχαν εγκαταλείψει με την προτροπή του στρατού...
Στην Αθήνα πάντως επικρατούσε ενθουσιασμός ως το πρωί της 7ης Απριλίου,
οπότε και έφθασαν τα κακά μαντάτα. Οι συγκρούσεις συνεχίσθηκαν πάνω στο
ίδιο μοτίβο. Οι Έλληνες ήταν σε πλήρη αδυναμία να επικοινωνούν μεταξύ τους
και οι Τούρκοι δεν εκμεταλλεύονταν τα πλεονεκτήματα που τους είχαν
παραχωρήσει οι πρώτοι. Στις 11 Απριλίου έγινε μάχη στην περιοχή του
Αμπελώνα (Καζακλάρ). Η ελληνική ανικανότητα νίκησε την τουρκική
αναποφασιστικότητα. Αποτέλεσμα: Αρχισε η υποχώρηση προς τη Λάρισα που δεν
άργησε να γίνει άτακτη φυγή. Οι Τούρκοι θα μπουν τελικά στον Τύρναβο στις
12 του μήνα και την επομένη στη Λάρισα.
Στις 12 ο Κωσταντίνος τηλεγραφούσε στην κυβέρνηση: «...η κατάστασις του
στρατεύματος υπό πάσαν άποψιν είναι τοιαύτη, ώστε η μεν άμυνα εν Λαρίση
αδύνατος, η δε υποχώρησις προς Φάρσαλον αμφίβολος...». Ο Δηλιγιάννης το
απόγευμα της ίδιας ημέρας του απαντούσε: «Εάν ο Αρχηγός του εν Θεσσαλία
στρατού κρίνη ότι η κατάστασις των στρατευμάτων είναι τοιαύτη, ώστε δεν
είναι δυνατόν να μείνη εν Λαρίση, παρακαλείται να υποχωρήση εις Φάρσαλον.».
Οι Πόντιοι Πιλάτοι είχαν αρχίσει να πλένουν τα χέρια τους... Η υποχώρηση προς
τα Φάρσαλα έγινε κατά τα γνωστά: Σε πλήρη διάλυση. Έτσι άφησαν στη Λάρισα
1.400 τουφέκια Gras, πυρομαχικά, εφόδια και τρόφιμα. Το μόνο συντεταγμένο
τμήμα ήταν η 3η Ταξιαρχία του Συνταγματάρχη Κωνσταντίνου Σμολένσκη (Σημ.
12). Αυτόν διέταξε ο Κωνσταντίνος να πάει από τα Φάρσαλα στο Βελεστίνο
προκειμένου να μην καταληφθεί ο Βόλος και να κρατηθεί ανοικτή η
σιδηροδρομική γραμμή Βόλος-Δομοκός- Λαμία. Ο Σμολένσκης παρέταξε τις
δυνάμεις του στα υψώματα μπροστά από το Βελεστίνο. Αντεξε τις τουρκικές
επιθέσεις από τις 15 έως τις 23 Απριλίου. Όταν ζήτησε από τον Κωνσταντίνο
την άδεια να τιμωρήσει αυστηρά ακόμα και με τουφεκισμό όσους λιποτακτούσαν,
αυτός παρέπεμψε την αίτηση στο Υπουργείο Στρατιωτικών. Εκείνο με τη σειρά
του απάντησε ότι ο Στρατιωτικός Νόμος δεν επιτρεπόταν από το Σύνταγμα...
Τελικά ο Σμολένσκης εγκατέλειψε το Βελεστίνο, στις 23 Απριλίου, για τον
Αλμυρό όπου έφθασε στις 25. Οι Τούρκοι μπήκαν στον Βόλο στις 26 εκείνου του
μήνα.
Η επόμενη μάχη δόθηκε στα Φάρσαλα. Εκεί είχε συγκεντρωθεί όλος ο στρατός
της Θεσσαλίας ή ό,τι τελοσπάντων ονόμαζαν στρατό. Εν τω μεταξύ από τις 15
Απριλίου είχε παραιτηθεί η κυβέρνηση Δηλιγιάννη και είχε αναλάβει
Πρωθυπουργός ο Δημήτριος Ράλλης. Στα Φάρσαλα λοιπόν ενώ υπήρχαν 83 λόχοι
και 66 πυροβόλα κανένας δε φρόντισε να δημιουργηθούν ορισμένα στοιχειώδη
αμυντικά έργα. Ο Ι. Μεταξάς είχε επεξεργασθεί ένα σχέδιο που ο Δούσμανης
είχε κάνει δεκτό. Από κει και πέρα όμως κανείς δεν έκανε τίποτα, έτσω και
αν μεσολάβησαν αρκετές ημέρες ως την τουρκική επίθεση. Επίθεση που
εκδηλώθηκε στις 23 Απριλίου. Και εδώ επικράτησε χάος. Το μεγαλύτερο μέρος
του πεζικού και του πυροβολικού δεν πήραν μέρος στη μάχη. Απλώς, όταν
άρχισαν να υποχωρούν οι προφυλακές, υποχώρησαν και οι υπόλοιπες δυνάμεις. Ο
Κωνσταντίνος στις 24 Απριλίου τηλεγράφησε στο Σμολένσκη: «Υποχωρούμεν προς
Δομοκόν...». Παραδόξως αυτή τη φορά η υποχώρηση έγινε κανονικά και με τάξη.
Να τι τηλεγράφησε ο Κωνσταντίνος στον Υπουργό Στρατιωτικών Τσαμαδό, για να
δικαιολογήσει την εγκατάλειψη των Φαρσάλων: «Μετά την χθεσινήν ανακοίνωσίν
μου ήλπιζον ότι θα ηδυνάμην να επαναλάβω σήμερον πρωίαν τον αγώνα. Ατυχώς
περί το μεσονύκτιον νέαι δυνάμεις ενίσχυσαν τον εχθρόν και ήρξατο πλησιάζων
τας θέσεις μας εις μικροτάτην απόστασιν και περιβάλλων την τοποθεσίαν της
1ης Μεραρχίας, συνάμα επαπειλών σπουδαίως και το αριστερόν ημών. Ένεκα της
κοπώσεως των στρατευμάτων, της υπεροχής του εχθρού και της ελλείψεως τροφών
και επαρκών πολεμοφοδίων, φοβούμενοι συνάμα μη συμβή τι, όπερ ήθελε
καταστρέψει εντελώς το στράτευμα, διέταξα περί την 2πμ την υποχώρησιν,
εκτελεσθείσαν εν καλή τάξει... Εγκατεστάθημεν ενταύθα. Η ενταύθα θέσις δίδει
κάποιαν πεποίθησιν εις το στράτευμα. Παρακαλώ εφοδιάσατέ μας με τροφάς. Το
στράτευμα υποφέρει και η έλλειψίς των καθιστά τούτο εντελώς στάσιμον». Δε
νομίζουμε ότι χρειάζεται κανένα σχόλιο. Μέσα από τις γραμμές αυτές βγαίνει
καθαρά η κατάσταση που επικρατούσε.
Είχε φθάσει η σειρά του Δομοκού. Η τοποθεσία προσφερόταν για άμυνα. Ο
ελληνικός στρατός θα μπορούσε να είχε ανακόψει αποτελεσματικά την τουρκική
προέλαση. Εκτός των άλλων είχε και αρκετό χρόνο. Η τουρκική επίθεση δεν
εκδηλώθηκε παρά στις 5 Μαΐου. Όμως και εδώ έλαμψε η ίδια ανικανότητα και
ηλιθιότητα που είχε επιδειχθεί ως τώρα. Χρησιμοποιήθηκαν μονάδες
αποδεδειγμένα ανίκανες με διοικητές επικίνδυνα ηλίθιους. Ο Κωνσταντίνος και
το επιτελείο του κοιμόντουσαν τον ύπνο του δικαίου και απαξιούσαν να δουν
πώς είχε πραγματικά η κατάσταση. Ήταν ευτυχείς που εξέδιδαν διαταγές στις
οποίες δεν έπαιρναν καθόλου υπόψη τις όποιες προειδοποιήσεις και
πληροφορίες τους είχαν δώσει. Τελικά και εδώ το συνονθύλευμα που λεγόταν
στρατός, τράπηκε σε φυγή. Η Ελλάδα είχε γυρίσει στα σύνορα του 1830. Οι
Τούρκοι είχαν φθάσει ως το χωριό Ταράτσα 5 χλμ. μόλις από τη Λαμία. Εκεί
σταμάτησαν. Είχε συναφθεί ανακωχή.
Στο Μέτωπο της Ηπείρου η Ελλάδα θα μπορούσε να πετύχει νίκες που, αν δεν
ισοσκέλιζαν, θα μπορούσαν τουλάχιστον να μειώσουν τον αντίκτυπο της ήττας
στη Θεσσαλία. Εδώ είχαν να αντιμετωπίσουν περί τους 35.000 Τούρκους με
σαφώς μικρότερη μαχητική ικανότητα αυτής των στρατευμάτων της Θεσσαλίας.
Αυτό όμως δεν αποτελούσε πλεονέκτημα για τις ελληνικές δυνάμεις, αφού και
αυτές είχαν σημαντικότατες ελλείψεις. Στην αρχή πάντως οι δυνάμεις του Β'
Αρχηγείου, υπό τον Υποστράτηγο Θρασύβουλο Μάνο, προέλαυναν στην κοιλάδα του
Λούρου. Είχαν γίνει μόνο κάποιες λίγες αψιμαχίες κατά τις οποίες οι Τούρκοι
τρέπονταν σε φυγή. Η πρώτη πραγματική μάχη δόθηκε στις 11 Απριλίου στα
Πέντε Πηγάδια, όπου σημειώθηκε και η πρώτη ελληνική ήττα. Και εδώ
σημειώθηκαν ανάλογα φαινόμενα με αυτά του μετώπου της Θεσσαλίας. Η
τελευταία μάχη στο μέτωπο της Ηπείρου και τελευταία όλου του πολέμου δόθηκε
στο Γρίμποβο. Ήταν μάλλον αμφίρροπη, αφού οι Τούρκοι δεν κατάφεραν τους
αντικειμενικούς τους σκοπούς. Πάντως στην Ήπειρο η ανακωχή βρήκε τμήματα
του ελληνικού στρατού πέρα από τον Αραχθο, σε τουρκικά εδάφη.
Στον πόλεμο στη θάλασσα τα αποτελέσματα δεν ήταν τόσο εμφανώς οικτρά όσο
στη στεριά. Ο Ελληνικός Στόλος ήταν μόνος του στο Αιγαίο και το Ιόνιο.
Σύμφωνα με κάποια σχέδια θα μπορούσε να πραγματοποιήσει απόβαση και στη
Θεσσαλονίκη που ήταν εντελώς αφύλακτη. Δεν έκανε τίποτα και αρκέσθηκε σε
κάποιες ασήμαντες καταδρομικές επιχειρήσεις στην περιοχή της Κατερίνης και
του Πλαταμώνα. Η αδράνεια των πλοίων ήταν η αιτία για μια πρωτοφανή
ενέργεια. Ο Σημαιοφόρος Ιωάννης Κόκκορης, που υπηρετούσε στο θωρηκτό
«Ψαρά», έστειλε στις 15 Απριλίου, από τη Σκιάθο, το εξής τηλεγράφημα στον
Υπουργό Ναυτικών: «Κόκκορης Σημαιοφόρος υπηρετών ‘Ψαρά' καταγγέλω Σαχτούρην
και συνεργούς προδίδοντας έθνος μη εκτελέσαντες διαταγές . Πλείστοι
αξιωματικοί φρονούσι αυτά. Σπεύσατε ορίσατε Υποναύαρχον Αρχηγόν Κανάρην ή
Σταματέλον». Το πιο παράξενο όμως δεν είναι αυτό αλλά το ότι ο Σαχτούρης,
αν και είχε αντικατασταθεί από την προηγουμένη, η κοινοποίηση της
αντικατάστασης του δεν πήγε στο στόλο κατά παράκληση του Βασιλιά Γεωργίου!
Στη δίκη πάντως που έγινε στο κτίριο του Τζανείου Ορφανοτροφείου, στον
Πειραιά, τον Ιανουάριο του 1898, ο Κόκκορης αθωώθηκε παμψηφεί...
Αν στην Ανατολική Μοίρα έγιναν αυτά τα «γραφικά», στη Δυτική δεν είχαμε
τίποτα. Προσπάθησαν να καταστρέψουν τις οχυρώσεις της Πρέβεζας με
κανονιοβολισμούς αλλά οι επικεφαλής κρατούσαν τα πλοία εκτός του δραστικού
βεληνεκούς των πυροβόλων τους, από το φόβο των επάκτιων πυροβολείων...
Την ανακωχή ακολούθησε η σύναψη ειρήνης. Από αυτήν η Ελλάδα δεν είχε
εδαφικές απώλειες παρά μόνο ελάχιστες, τοπικού χαρακτήρα, διευθετήσεις των
συνόρων. Το μεγάλο όφελος ήταν το ότι η Κρήτη απέκτησε την αυτονομία της.
Όμως το οικονομικό τίμημα που κλήθηκε να πληρώσει η Ελλάδα ως αποζημίωση
στην Τουρκία ήταν εξαιρετικά βαρύ. Το χειρότερο όμως ήταν η επιβολή της
Δ.Ο.Ε, της Διεθνούς Οικονομικής Επιτροπής. Αυτή δεν ήταν τίποτε άλλο από
την εξασφάλιση της πληρωμής του χρέους που είχε η Ελλάδα προς τους διεθνείς
δανειστές της. Η επιτροπή αυτή έλεγχε τα έσοδα της Ελλάδας από τα οποία
φρόντιζε να παίρνει, αμέσως και πρώτη, το τοκοχρεωλύσιο που αναλογούσε.
Φυσικά με ό,τι απέμενε —και δεν ήταν και πολλά— έπρεπε να βολευθεί ο
κρατικός προϋπολογισμός.
Έπειτα από όλα αυτά η κατάσταση επανήλθε στα παλιά της. Δε σημειώθηκε καμία
κοινωνική αναταραχή. Οι ίδιοι πολιτικοί εξακολούθησαν να κυβερνούν
επαναλαμβάνοντας τους κακούς τους εαυτούς. Το κίνημα στο Γουδί ήθελε δώδεκα
ακόμη χρόνια για να εκδηλωθεί.




ΥΓ.: Χωρίς τη βοήθεια των φίλων Γιάννη Χαρχαλάκη και Βαγγέλη Δρακόπουλου,
όπως και της κ. Χρυσάνθης Αλαφασού από το Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδας, το
άρθρο αυτό δε θα είχε γίνει ποτέ. Τους οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Kaiser Whilhelm II (1859-1941). Γερμανός αυτοκράτορας και βασιλιάς της
Πρωσίας 1888-1918. Έμεινε γνωστός ως «Κάιζερ» (Kaiser) δηλαδή με τον τίτλο
του. Ατομο εύστροφο, μάλλον καλοπροαίρετο, που όμως η αναπηρία του
αριστερού του χεριού, ο νευρικός του χαρακτήρας και η καταπίεση που δεχόταν
από το περιβάλλον του, τον έκαναν αντιπαθή στον κόσμο και υποχείριο των
Πρώσων στρατοκρατών.

2. Ως γνωστόν η αδελφή του Σοφία είχε παντρευτεί το 1889 τον τότε διάδοχο
Κωνσταντίνο.

3. Μιλτιάδης Γουλιμής (1844-1896). Πολιτικός από το Μεσολόγγι. Αν και
πολιτικός φίλος του Τρικούπη, στις εκλογές του 1895 πήγε με τον Δηλιγιάννη,
επειδή ο Τρικούπης δεν τον συμπεριέλαβε στους συνδυασμούς του. Μετά την
εκλογή του εκδήλωσε την επιθυμία να παραιτηθεί για χάρη του Τρικούπη,
πράγμα που αυτός δεν το δέχθηκε. Πέθανε λίγο μετά από αυτόν.

4. Ο χρόνος του Σπύρου Λούη ήταν 2.58‹.55‹‹.

5. Χαρίλαος Βασιλάκος (1877-1969). Τελωνειακός το επάγγελμα πέθανε σε βαθιά
γεράματα στην Πλάκα. Αναφέρεται ότι έτρεξε στο Μαραθώνιο με μεταξωτό
παντελόνι, μεταξωτό μακρυμάνικο πουκάμισο, μεταξωτό ζωνάρι, φουλάρι και
λευκές γκέτες!

6. Πρόκειται για τις Κάννες, όπου και το ομώνυμο κινηματογραφικό φεστιβάλ.
Για να μην μπερδευόμαστε...

7. Μαζί με τα όμοιά του «Σπέτσαι» και «Ψαρά», όπως και άλλα πολεμικά, είχαν
παραγγελθεί από τον Τρικούπη.

8. Η «ομάδα» με την ίδια σύνθεση θα «παίξει» και στους Βαλκανικούς. Ο
Σαπουντζάκης θα βγει «εκτός», όταν θα γίνει πασίδηλη η ανικανότητά του. Οι
υπόλοιποι θα δηλώνουν ιδιοφυίες. Ακόμη και σήμερα δεν έχει γίνει πλήρως
αντιληπτό ότι οι νίκες των Βαλκανικών δεν ήταν αποτέλεσμα των σχεδιασμών
τους.

9. Έχουμε τη συνήθεια να αποδίδουμε τον αγγλικό όρο «Ηowitzer» με τον όρο
«πυροβόλο» αντί του ορθότερου «οβιδοβόλο», πράγμα το οποίο δεν είναι σωστό.

10. Wilhelm Leoporld Freiherr von der Goltz (1843-1916). Πρώσος
στρατιωτικός που αναδιοργάνωσε τον τουρκικό στρατό την περίοδο 1883-1896.
Είναι γνωστός και ως «Γκολτς πασάς». Κατά τον Α' Π.Π. διοίκησε τις
τουρκικές δυνάμεις στη Μεσοποταμία (Ιράκ και Συρία). Υπάρχουν δύο εκδοχές
για το θάνατό του: ο τύφος ή ότι τον δηλητηρίασαν οι Νεότουρκοι.


11. Πολλά ονόματα χωριών και τοποθεσιών έχουν αλλάξει από τότε.
Χρησιμοποιήσαμε τα σημερινά και σε παρένθεση τα παλιά ονόματα, προκειμένου
να μπορεί κάποιος να τα συνδέσει με τη σύγχρονη πραγματικότητα.


12. Κωνσταντίνος Σμολένσκης ή Σμόλενιτς(1842-1915). Γιος ούγγρου φιλέλληνα
που ήλθε στην Ελλάδα το 1825 για να πολεμήσει στο πλευρό των
επαναστατημένων Ελλήνων. Μορφωμένος αξιωματικός που σπούδασε στο Βέλγιο,
Γαλλία και Γερμανία. Στον πόλεμο του 1897 η μονάδα του, η 3η Ταξιαρχία ήταν
από τις ελάχιστες, αν όχι η μόνη, που πολέμησε και απόκρουσε με επιτυχία
τις τουρκικές επιθέσεις κατά τις δύο μάχες του Βελεστίνου. Θεωρήθηκε
εθνικός ήρωας και γνώρισε τη γενική εκτίμηση. Αυτό βεβαίως προκάλεσε το
φθόνο του Κωνσταντίνου και της ομάδας του, που προσπάθησαν στα χρόνια που
ακολούθησαν να τον μειώσουν.


ΛΕΖΑΝΤΕΣ

Στο χρονικό διάστημα 14-21 Απριλίου 1897 ελληνική ταξιαρχία με διοικητή τον
Σχη Σμολένσκι έδωσε σειρά μαχών. Στην πίνακα απεικονίζεται επίθεση
τουρκικού ιππικού κατά ελληνικών θέσεων στο Βελεστίνο.

Σκηνή από τη μάχη στα «Πέντε Πηγάδια» στο Ηπειρωτικό μέτωπο.

Στη μάχη του Δομοκού (5-4-1897) διακρίθηκαν ιδιαίτερα οι Ιταλοί φιλέληνες
που ήταν συγκροτημένοι σε σώμα Γαριβαλδινών.

Ομάδα ανδρών του Ιππικού κατά τα μεγάλα εαρινά γυμνάσια του 1896.

Οι χειρισμοί της κυβέρνησης Δηλιγιάννη δημιούργησαν πολλές δυσαρέσκειες στο
Σώμα των Αξιωματικών. Εδώ άνδρες του πυροβολικού στα γυμνάσια του 1996.

Θέσεις των ελληνικών δυνάμεων στην μάχη του Δομοκού.

Στις 27 και 28 Μαρτίου 1897, τρεις χιλιάδες ένοπλοι, οργανωμένοι από την
Εθνική Εταιρία, εισέβαλαν στη Μακεδονία. Το γεγονός χρησιμοποιήθηκε από την
Τουρκία σαν αφορμή του πολέμου.

Το γεφύρι της Αρτας με την είσοδο των ελληνικών στρατευμάτων.

X. Τρικούπης.