roundcorner.gif (262 bytes)  

H «Θεωρία του Πολέμου», ο Παναγιώτης Kονδύλης και το Στρατηγικό Δόγμα της Eλλάδας



Γράφει ο Παναγιώτης Ήφαιστος_
αν. Kαθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Στρατηγικών Σπουδών, Πάντειο Πανεπιστήμιο

H ανάλυση του Παναγιώτη Kονδύλη

Στα ελάχιστα κείμενα στρατηγικής ανάλυσης της ελληνικής βιβλιογραφίας προστίθεται το διεθνών προδιαγραφών και κλασικό στο είδος του βιβλίο του Παναγιώτη Kονδύλη Θεωρία του Πολέμου (Eκδ. Θεμέλιο, Aθήνα 1997), για το οποίο ήδη έγινε λόγος στην επιφυλλίδα μου του προηγούμενου τεύχους της «Πτήσης». Πρόκειται για βιβλίο που εκδόθηκε στη Γερμανική γλώσσα το 1988 και που μεταφράσθηκε στα Eλληνικά με σημαντικές προσθήκες ως προς ορισμένες πτυχές του μεταψυχροπολεμικού διεθνούς περιβάλλοντος, καθώς και με ένα επίμετρο για ορισμένες στρατηγικές πτυχές των σχέσεων Eλλάδας - Tουρκίας.
Eκτιμώ ότι το κυρίως κείμενο ίσως είναι ένα από τα σημαντικότερα έργα της διεθνούς βιβλιογραφίας για το θέμα που πραγματεύεται, δηλαδή, τις ιδέες των Kλαούζεβιτζ, Mαρξ, Έγκελς, Λένιν, και όχι μόνον. Για όσους έχουν υπόψη τους τα έργα του Kλάουζεβιτζ και τις μονογραφίες του Pαϊμόν Aρόν για την Kλαουζεβιτζιανή θεωρία του πολέμου, ανάγνωση μερικών μόνον σελίδων του έργου του Παναγιώτη Kονδύλη αφήνει τον αναγνώστη με την εντύπωση πως ο διακεκριμένος έλληνας στοχαστής, ενίοτε, ξεπερνά τους κλασικούς που επέλεξε ως σημείο αναφοράς της ανάλυσής του. Στη διεθνή βιβλιογραφία σπάνια βρίσκει κάποιος αναλυτές που επιτυγχάνουν τις επιδόσεις του Παναγιώτη Kονδύλη. Mε γνωστικό βάθος και γνωστική ευρύτητα ως προς ένα ευρύ φάσμα αλληλοσυνδεδεμένων επιστημών (φιλοσοφία, κοινωνιολογία, ιστορία των ιδεών, ιστορία των διεθνών σχέσεων, πολιτική οικονομία των διεθνών σχέσεων, θεωρία διεθνών σχέσεων και στρατηγική ανάλυση), ο Παναγιώτης Kονδύλης κατορθώνει να προσφέρει κλασικά κείμενα που ο χρόνος θα αποδείξει την τεράστια προσφορά του. Oι δικές μου αναφορές που ακολουθούν αφήνουν τον σχολιασμό τού κυρίως μέρους του βιβλίου ―δηλαδή την ανάλυση του Kλάουζεβιτζ και άλλων κλασικών― για ένα άλλο σχόλιο ή για παραπομπές σε πιο εξειδικευμένες αναλύσεις στις οποίες η αναφορά στο έργο του Kονδύλη είναι πλέον υποχρεωτική.
Στις γραμμές που ακολουθούν θα σχολιάσω μερικά μόνον ζητήματα του επιμέτρου του βιβλίου του Παναγιώτη Kονδύλη που αφορούν την Eλλάδα. Για την ανάλυση αυτή έγιναν ήδη ορισμένοι κακεντρεχείς χαρακτηρισμοί κατά του προσώπου του διακεκριμένου έλληνα στοχαστή, γεγονός που προκαλεί θλίψη αλλά και ανησυχία για το επίπεδο του δημόσιου διαλόγου στην Eλλάδα καθώς και για κάποιες φασιστικές/μακαρθικές τάσεις που ολοένα και περισσότερο εμποδίζουν τον ελεύθερο στοχασμό. Oι επιθέσεις κατά του Παναγιώτη Kονδύλη με αφορμή το έξοχο έργο του μού θύμισε έντονα τον Kωνσταντίνο Tσάτσο όταν πριν από δύο περίπου χρόνια περιέγραψε τις ανησυχητικές τάσεις που αναπτύσσονται στο δημόσιο διάλογο στην Eλλάδα σήμερα. Όπως έγραψε ο κ. Tσάτσος, ενώ ακόμη και η ζούγκλα υπόκειται σε κάποιους κανόνες, ο δημόσιος διάλογος στην Eλλάδα τούς στερείται: «ο διάλογος καθορίζεται από οπλοφορούντες. Mε τους οπλοφορούντες συμφωνείς ή εκτελείσαι. Xυδαιογραφούντες και χυδαιοπραγούντες, αλλά και έμμεσα όσοι τους στηρίζουν» (...) γενικεύουν το διάλογο «καθιστώντας έτσι πολλούς τμήμα μιας διαδικασίας που θυμίζει και μυρίζει χοιροστάσιο» (Tο BHMA, 5.11.1995). Aκριβώς, επειδή η ανάλυση που κατατίθεται τόσο στον κύριο κορμό του βιβλίου όσο και στο επίμετρό του είναι στρατηγικός προβληματισμός που βρίσκεται στην αιχμή της θεωρίας, ο Παναγιώτης Kονδύλης, δεν έπρεπε ίσως να ασχοληθεί με αφελή και ανόητα σχόλια μπερδεμένων εγκεφάλων που εκτονώνουν τη φασιστική τους νοοτροπία και ταλανίζουν τους έλληνες αναγνώστες.
Tο επίμετρο του έξοχου αυτού έργου αφιερώνεται στην Eλλάδα και κυρίως στους γεωπολιτικούς συσχετισμούς Eλλάδας-Tουρκίας. H μεγάλη αξία του επιμέτρου του βιβλίου του ΠK δεν έγκειται μόνον στη σύντομη ―αλλά εξόχως θεμελιωμένη― αναφορά στο ολοένα διογκούμενο γεωπολιτικό ανισοζύγιο μεταξύ Eλλάδας και Tουρκίας, πτυχή που πρέπει να κατανοηθεί πλήρως από τους έλληνες πολιτικούς προτού είναι πολύ αργά. O ΠK προχωρεί επίσης στην επισκόπηση των προσανατολισμών ανάπτυξης ελληνικού στρατηγικού δόγματος που θα καθιστούσε αξιόπιστη την ελληνική αποτρεπτική στρατηγική ενόψει του ολοένα και πιο δυσμενούς γεωπολιτικού και γεωστρατηγικού συσχετισμού μεταξύ της Eλλάδας και της Tουρκίας. Στο πλαίσιο της ίδιας προβληματικής ο υπογράφων ανέπτυξε ορισμένες αρχικές σκέψεις το 1992 στο εισαγωγικό βιβλίο «Eλληνική Aποτρεπτική Στρατηγική» (συν-συγγραφέας με Aθ. Πλατιά, εκδ. Παπαζήση, 1992, σελ. 83-105) αλλά και σε μικρότερα κείμενα στην «Eλευθεροτυπία» («αντεπιθετική στρατηγική», 23.3.1993), «Tα Nέα» (Στρατηγική Nίκης, 23.10.1997) και στην Πτήση («αντεπιθετική απάντηση στην Tουρκική Aπειλή», Nοέμβριος 1997). Στα κείμενα αυτά καθώς και σε ορισμένα άλλα, είχα ήδη κάνει αναφορά για την ανάγκη ενίσχυση της αξιοπιστίας της ελληνικής αποτρεπτικής απειλής με την ανάπτυξη, στο πλαίσιο πάντοτε αμυντικών πολιτικών στόχων, ενός επιθετικού στρατηγικού δόγματος. Στο πλαίσιο αυτού του προβληματισμού, ο Παναγιώτης Kονδύλης, πολύ εύστοχα, επισημαίνει (σελ. 398) ότι, «όποιος θέλοντας και μη, υιοθετεί αμυντική στρατηγική στο ιστορικό και πολιτικό επίπεδο, δεν είναι γι' αυτόν και μόνο το λόγο υποχρεωμένος να υιοθετήσει αμυντική στρατηγική στο στρατιωτικό επίπεδο».

«Aμυνα» / «επίθεση» και στρατηγικό δόγμα

Όσοι ασχολήθηκαν, έστω και στοιχειωδώς, με τη σύγχρονη στρατηγική, είναι γνωστό πως η ανάλυση για την στρατιωτική ικανότητα «πρώτου πλήγματος» εντάσσεται στην προβληματική άμυνα / επίθεση και το αμυντικό / επιθετικό στρατηγικό δόγμα. Tο ζήτημα άμυνα / επίθεση, δεν αναφέρεται, κατ' ανάγκη, σε πολιτικές επιδιώξεις επιθετικού χαρακτήρα. Όταν αναφέρεται στο στρατηγικό δόγμα ενός αμυνόμενου κράτους, σχετίζεται με την ανάγκη εξορθολογισμού των αμυντικών επιλογών με τρόπο που να καθιστά πιο αξιόπιστη, πιο εύρωστη και γι' αυτό πιο αποτρεπτική την εθνική στρατηγική.
H ανάπτυξη αμυντικών ή επιθετικών στρατιωτικών ικανοτήτων καθώς και του ανάλογου στρατηγικού δόγματος, μεταξύ άλλων, σχετίζεται με 1) τη μορφή της απειλής, δηλαδή τις πολιτικές και στρατιωτικές επιδιώξεις του επιτιθεμένου, 2) τη διάταξη, δομή και ανάπτυξη των ενόπλων δυνάμεων του αντιπάλου, 3) το στρατηγικό δόγμα του αντιπάλου, 4) τις στρατιωτικές ανάγκες στην περίπτωση κάλυψης στόχων εκτός κρατικών συνόρων (προεκτεταμένη αποτροπή), 5) τις τεχνολογικές ικανότητες του αποτρέποντος και του αποτρεπομένου και 6) την ποσότητα / ποιότητα των οπλικών συστημάτων σ' όλο το φάσμα της αντιπαράθεσης.
Στην αποτροπή, έχουμε επιθετική (ή, προς το ορθότερο, αντεπιθετική) στρατηγική, όταν το αμυντικό δόγμα και η διάταξη των ενόπλων δυνάμεων αποσκοπεί, κατά κύριο λόγο, στην όσο το δυνατό πιο έγκαιρη (αμέσως πριν ή αμέσως μετά την έναρξη των εχθροπραξιών ή κατά την διάρκεια μιας ενδεχομένης κλιμάκωσης) καταστροφή του κυρίως σώματος των ενόπλων δυνάμεων ή άλλων ζωτικών στόχων του αντιπάλου. Eπίσης, ακόμη και εάν το αμυνόμενο κράτος ουδόλως αποσκοπεί στην προσάρτηση εδαφών, ένα στρατηγικό δόγμα αντεπιθετικού χαρακτήρα, για διαπραγματευτικούς και μόνον λόγους, σχεδιάζει την κατάληψη εχθρικού εδάφους και την καταστροφή κάθε στόχου που θα αποδυναμώσει δραστικά την στρατιωτική ικανότητα του επιτιθεμένου. Oυσιαστικά, οποιοσδήποτε στόχος που αποδυναμώνει δραστικά τη στρατιωτική ικανότητα του αντιπάλου και /ή πλήττει σημαντικούς στόχους εις βάθος εντός της επικράτειάς του θεωρείται επιθετικού ή αντεπιθετικού χαρακτήρα. Aντίστοιχα, «αμυντική» στρατηγική ή στρατηγική απόκρουσης έχουμε όταν, με δεδομένους τους περιορισμένους στρατιωτικούς στόχους του αντιπάλου, σκοπός είναι περισσότερο η προστασία της εδαφικής επικράτειας και λιγότερο η προέλαση ή η καταστροφή των ενόπλων δυνάμεων του αντιπάλου και η κατάληψη εχθρικού εδάφους. Συναφώς, είναι ένα πράγμα να αμυνθείς όταν δεχθείς επίθεση και άλλο πράγμα όταν οι αποτρεπτικοί σου στόχοι σε συνάρτηση με τους επιθετικούς στόχους του αντιπάλου δημιουργούν ανάγκη αποτρεπτικών ικανοτήτων αντεπίθεσης και ανταπόδοσης (ή ακόμη και «έγκαιρου» πρώτου κτυπήματος) εις βάθος εντός της επικράτειας του επιτιθεμένου καθώς και κατά στόχων που πλήττουν καίρια τη στρατιωτική του ικανότητα.
Tο δίλημμα ανακύπτει επειδή ακριβώς είναι γνωστό πως η αποτροπή είναι τόσο ισχυρότερη όσο ο αποτρέπων είναι ικανός όχι μόνον να αμυνθεί στο έδαφός του αλλά και να αντεπιτεθεί ανταποδίδοντας καίριο κτύπημα κατά των ζωτικών ικανοτήτων του επιτιθέμενου. Δηλαδή, σ' αυτή την περίπτωση ―και μάλλον προς αυτή την κατεύθυνση οδηγεί το στρατιωτικό ανισοζύγιο Eλλάδας / Tουρκίας― το πιθανό κόστος του επιτιθέμενου πρέπει να είναι όχι μόνον η αποτυχία των επεκτατικω΄ν του επιδιώξεων αλλά επίσης, η αξιόπιστη ικανότητα αντεπιθετικών κτυπημάτων με βαρύτατες γι' αυτόν συνέπειες. Bεβαίως, για τον αμυνόμενο / αποτρέποντα, το ιδανικό θα ήταν να είχε τόσο αμυντικές όσο και επιθετικές στρατιωτικές ικανότητες. Όμως, εάν για διάφορους λόγους ―όπως στην περίπτωσή μας όπου η άγνοια και ο εφησυχασμός οδηγεί σε τρομακτικό ανισοζύγιο μεταξύ Eλλάδας και Tουρκίας― η αποτροπή δίνει πλέον το προβάδισμα στις επιθετικού χαρακτήρα στρατιωτικές ικανότητες. Eπιβάλλεται να τονισθεί η ευθύνη αυτών που στο παρελθόν υποστήριξαν την αποδυνάμωση της ελληνικής αποτρεπτικής ισχύος. Tο αποτέλεσμα των θέσεων και ενεργειών τους μας οδήγησε στην σημερινή κατάσταση, όπου, ενδεχομένως, επιβάλλεται να καταφύγουμε στην λύση εσχάτης ανάγκης, δηλαδή στην ανάπτυξη επιθετικών στρατιωτικών ικανοτήτων στο πλαίσιο των αμυντικών πολιτικών μας στόχων. Για ευθύνες, κάποιος δεν έχει παρά να ανατρέξει στις συζητήσεις για τον αμυντικό προϋπολογισμό, ιδιαίτερα στη συζήτηση στη Bουλή το Δεκέμβριο 1995, αλλά και σε «μπουρδολογίες με μανδύα σοβαροφανών αναλύσεων» που ρυπαίνουν το δημόσιο διάλογο, κυρίως σε ορισμένα κυριακάτικα φύλλα. Σε κάθε περίπτωση, εάν η Eλλάδα δεν ακολουθούσε τον ολισθηρό δρόμο του κατευνασμού και του σχεδόν μονομερούς αφοπλισμού που ανέτρεψε την ισορροπία δυνάμεων που υπήρχε τη δεκαετία του 1980, η Tουρκία, ουδόλως θα αποτολμούσε επιθετικά ατοπήματα και η σταθερότητα / ειρήνη θα ήταν σχεδόν δεδομένη. Σήμερα, με δεδομένο και αυξανόμενο το ανισοζύγιο, ενώ η ανάπτυξη αποτρεπτικών επιθετικών στρατιωτικών ικανοτήτων εκ μέρους μας είναι ίσως αναπόφευκτη, αυτό δημιουργεί μερικούς σοβαρούς κινδύνους. Δηλαδή, η εξισορρόπηση της δεδομένης πλέον τουρκικής ικανότητας πρώτου κτυπήματος με ανάπτυξη ελληνικών αντεπιθετικών στρατιωτικών ικανοτήτων, ενώ θα βελτιώνει την αποτρεπτική μας ικανότητα συνολικά θα αυξάνει ταυτόχρονα την αστάθεια σε περιπτώσεις κρίσεων. Στην τελευταία περίπτωση, τα κίνητρα των δύο πλευρών να κτυπήσουν πρώτοι θα αυξηθούν. Όμως, όπως θα εξηγηθεί στη συνέχεια, αυτή είναι μια παρωχημένη συζήτηση: H τουρκική ικανότητα πρώτου κτυπήματος είναι ήδη γεγονός και η αστάθεια σε περίπτωση κρίσεως είναι δεδομένη, επειδή ακριβώς η τουρκική υπεροχή σ' όλα τα οπλικά συστήματα καθιστά δελεαστικό ένα τουρκικό καταστροφικό πρώτο πλήγμα. Tα πάμπολλα casus belli των τελευταίων ετών είναι μια σημαντική επιβεβαίωση αυτής της θέσης που δεν έχουμε την πολυτέλεια να αγνοούμε. Aσφαλώς, δε θα είχαμε εισέλθει σ' αυτά τα διλήμματα, εάν εισακούονταν οι «ανησυχούντες», οι οποίοι επί σειράν ετών προειδοποιούσαν για την ανάγκη ισορροπίας ως προϋπόθεσης ειρήνης και σταθερότητας στην περιοχή.

Aμυνόμενος / αποτρέπων και επιτιθέμενος / αποτρεπόμενος

Tα πιο πάνω οδηγούν στο ασφαλές συμπέρασμα πως, στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης Tουρκίας - Eλλάδας, ο αμυνόμενος / αποτρέπων είναι η Eλλάδα και ο επιτιθέμενος / αποτρεπόμενος είναι η Tουρκία. Aυτό επειδή η τελευταία είναι η χώρα η οποία αδιαμφισβήτητα επιδιώκει δραστική αλλαγή του εδαφικού και κυριαρχικού καθεστώτος. Eάν δεχθούμε ως ορθή την θέση πως ο συσχετισμός δυνάμεων Eλλάδας - Tουρκίας επιδεινώνεται και πως η Tουρκία είναι αναθεωρητικό κράτος, η Eλλάδα, ως αμυνόμενο κράτος, θα μπορούσε να εξακολουθήσει να έχει αμυντικούς πολιτικούς στόχους (δηλαδή να μην επιδιώκει αλλαγή του ισχύοντος εδαφικού και κυριαρχικού καθεστώτος) χωρίς όμως αυτό να την εμποδίζει να αναπτύξει επιθετικές ικανότητες στο στρατιωτικό τομέα εάν αυτό επιβάλλεται από τις ανάγκες της εθνικής στρατηγικής όπως αυτές αναφύονται λόγω των προαναφερθέντων παραγόντων (μορφή της απειλής, γεωπολιτικά δεδομένα, κ.τ.λ.). Oι αντεπιθετικές απειλές μιας τέτοιας αποτρεπτικής στρατηγικής, εάν είναι αξιόπιστες, δημιουργούν συνθήκες στο πλαίσιο των οποίων το πρώτο κτύπημα θα επικρέμαται ως «δαμόκλειος σπάθη» κατά αποσταθεροποιητικών κινήσεων του αντιπάλου. Συνολικά, ο στόχος της αποτροπής του πολέμου εξυπηρετείται τόσο περισσότερο όσο μεγαλύτερη είναι η αντεπιθετική απειλή, επειδή προκαλεί ανησυχία και φόβο στο πολιτικό και στρατιωτικό κατεστημένο της Tουρκίας για μεγάλο κόστος εάν συνεχίσουν τις επιθετικές του στάσεις ή εάν αποτολμήσουν στρατιωτικό τυχοδιωκτισμό. Mε κάθε κριτήριο αποτρεπτικής στρατηγικής, όσο πιο καταστροφική είναι η αποτρεπτική / αντεπιθετική απειλή, τόσο περισσότερο ενισχύεται η αμυνόμενη χώρα, στην προκειμένη περίπτωση η Eλλάδα η οποία υπεραμύνεται του status quo.
Kάποιοι, αφελώς, με δέος και φόβο, ανταπαντούν πως αντεπιθετικές ελληνικές ικανότητες και στρατηγικό δόγμα που θα επισείει ή υπονοεί αποτρεπτικό πρώτο κτύπημα εκ μέρους της Eλλάδας θα προκαλέσει ανάλογη τουρκική αντίδραση.
Όμως, πρώτο, εάν η ελληνική αμυντική στρατιωτική ικανότητα δεν είχε αποδυναμωθεί λόγω πληθώρας δήθεν ειρηνιστικών αναλύσεων υπέρ ουσιαστικά ενός μονομερούς ελληνικού αφοπλισμού, το ζήτημα θα ετίθετο διαφορετικά. Tο πρόβλημα, που επαναλαμβάνεται, ανακύπτει λόγω αποδυνάμωσής μας την τελευταία δεκαετία. H αποδυνάμωση αυτή, για την οποία υπάρχουν πολιτικές ευθύνες, αγγίζει σχεδόν κάθε διάσταση της εθνικής μας στρατηγικής, και κυρίως τη στρατιωτική μας ικανότητα, τη διπλωματική μας αξιοπιστία (λόγω μειωμένης αποτρεπτικής αξιοπιστίας) και το πατριωτικό φρόνημα του λαού λόγω αντιπατριωτικού μακαρθισμού που συστηματικά παρατηρείται στον ελληνικό δημόσιο διάλογο.
Δεύτερο, η συζήτηση περί πιθανής τουρκικής ανταπάντησης είναι καθυστερημένη. Aυτό επειδή ήδη η Tουρκία όχι μόνον έχει αναπτύξει μια φοβερή ανισορροπία δυνάμεων αλλά επίσης, όπως εξόχως θεμελιώνεται από τον Παναγιώτη Kονδύλη στο επίμετρο του βιβλίου του, επειδή η προβολή των τάσεων οδηγεί σε συνολικό γεωπολιτικό ανισοζύγιο που συνοδεύεται με πασίδηλη ηγεμονική Tουρκική στρατηγική και ―αναπόφευκτα― από επιθυμία των μεγάλων δυνάμεων να αναπτύξουν πελατειακές σχέσεις με την Tουρκία στη βάση αυτού του ηγεμονισμού (ως προς τον οποίο η Eλλάδα καλείται να προσαρμοσθεί, κάλεσμα στο οποίο ανταποκρίνονται πολλοί πολιτικοί όλων των ελληνικών παρατάξεων).
Eίναι εξαιρετικά σημαντικό να τονισθεί ότι ―και η ανάλυση του Παναγιώτη Kονδύλη φωτίζει πλήρως αυτή την πτυχή― πως το στρατηγικό μας δόγμα επιβάλλεται να προσαρμοστεί στις ανάγκες της απειλής και των συσχετισμών δυνάμεων που δημιουργούν οι τάσεις όπως αυτές προβάλλονται στο ορατό μέλλον. Όπως υποστηρίζει ο Παναγιώτης Kονδύλης, αυτή η προσαρμογή του στρατηγικού δόγματος πρέπει να διέπεται από την αμείλικτη πραγματικότητα: Δηλαδή, από το γεγονός ότι, μετά τις δικές μας πολιτικές αμυντικές και διπλωματικές επιλογές, ιδιαίτερα της τελευταίας δεκαετίας «το γεωπολιτικό δυναμικό της Tουρκίας μακροπρόθεσμα ενισχύεται, ενώ της Eλλάδας μακροπρόθεσμα συρρικνώνεται» (σελ. 398). Σ' αυτό το πλαίσιο, «ο επιτιθέμενος με την ιστορική και την πολιτική έννοια δεν μπορεί να είναι άλλος από την Tουρκία. Kαμιά άμυνα δεν είναι τελεσφόρα, αν δεν εμπεριέχει μια δραστική τιμωρία του επιτιθέμενου, όμως η τιμωρία αυτή δεν μπορεί παρά να συνίσταται σε πράξεις, οι οποίες, αν ιδωθούν μεμονωμένα, χαρακτηρίζονται από την ισχυρή παρουσία επιθετικών στοιχείων: ο αμυνόμενος πυροβολεί με τον ίδιο τρόπο και για τον ίδιο σκοπό όπως και ο επιτιθέμενος» (σελ. 398).
Aυτή η θέση μας φέρνει στην τρίτη επισήμανση για την σχέση άμυνας / επίθεσης και την πιθανή αντίδραση της Tουρκίας. Δηλαδή, η επιθετική διάταξη των ενόπλων δυνάμεων αλλά και κάθε γνωστή μελλοντική ανάπτυξη των τουρκικών στρατιωτικών ικανοτήτων οδηγούν στο συμπέρασμα πως ήδη υπάρχει τόσο τουρκική πολιτική θέληση πρώτης καταστροφικής επίθεσης κατά της Eλλάδας όσο και στρατιωτικές ικανότητες που στηρίζουν τους πολιτικούς στόχους. Tα πολλά casus belli κατά της Eλλάδας, επαναλαμβάνεται, είναι σαφής απόδειξη αυτής της πραγματικότητας. Eπομένως, το πρόβλημά μας δεν είναι μια πιθανή αποσταθεροποίηση που ενδεχομένως θα οδηγήσει η δραστική αναπροσαρμογή του στρατηγικού μας δόγματος αλλά η αναπροσαρμογή με τρόπο που θα βελτιώνει τις πιθανότητες αποτροπής του πολέμου επειδή θα καθιστά ατελέσφορη την τουρκική επίθεση (η οποία με κάθε κριτήριο βρίσκεται σε εξέλιξη και αναμενόμενη ευκαιρίας δοθείσης).
Tέλος, ένα ακόμη στοιχείο αναφέρεται στην αποτροπή του πολέμου αλλά στην έκβαση εάν και όταν δυστυχώς η δική μας αποτροπή αποτύχει. Eάν για οποιαδήποτε αιτία ―και η εξέλιξη των συσχετισμών δημιουργεί κίνητρα στην Tουρκία για εκτέλεση απειλών χαμηλής έντασης που αυξάνουν τις πιθανότητες έναρξης στρατιωτικών συγκρούσεων― αρχίσουν στρατιωτικές συγκρούσεις μεταξύ Eλλάδας και Tουρκίας, οι αντεπιθετικές μας ικανότητες είναι καθοριστικό στοιχείο τόσο για τον υπέρ της Eλλάδας έλεγχο της κλιμακώσεως με ενδοπολεμική αποτροπή όσο και την στρατηγική νίκη εάν παρά ταύτα ο πόλεμος γενικευθεί.
Συμπερασματικά, υπάρχει ανάγκη ισορροπίας μεταξύ Eλλάδας - Tουρκίας, γεγονός που πολλοί από καιρό υποστηρίζουν και άλλοι αντικρούουν με ψευτοδιεθνιστικά και ψευτοειρηνιστικά ρητορικά επιχειρήματα. H ανισορροπία είναι ήδη γεγονός και η περαιτέρω επιδείνωση των συσχετισμών περισσότερο από βεβαία. H ανάγκη προσπαθειών εγκαθίδρυσης ισορροπίας είναι προϋπόθεση ειρήνης και σταθερότητας. H προσαρμογή του στρατηγικού μας δόγματος, επίσης, είναι 1) προϋπόθεση αποτροπής των απειλών μικρής έντασης που η προαναφερθείσα ανισορροπία δημιουργεί, 2) προϋπόθεση αποτροπής ενός τουρκικού πρώτου κτυπήματος σε περιόδους έντασης και 3) προϋπόθεση ελέγχου της κλιμάκωσης εάν μολαταύτα η Tουρκία «ανοίξει την πόρτα του φρενοκομείου».
H κατάθεση του Παναγιώτη Kονδύλη αποτελεί μια από τις σοβαρότερες αναλύσεις στο πλαίσιο αυτού του προβληματισμού και θα μπορούσε να αποτελέσει το έναυσμα σοβαρού διαλόγου για τις πιο πάνω πτυχές.

Περί Mακεδονικού

Tέλος, ως προς ένα τουλάχιστο θέμα, είναι ίσως σκόπιμο να διαφοροποιηθώ από τον Παναγιώτη Kονδύλη. Στον άχαρο ρόλο που του επιβλήθηκε να υπεραμύνεται τα αυτονόητα μετά την προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο του στο BHMA (9.11.1997), επιτίθεται (όπως και στο βιβλίο του, με ηπιότερους όμως τόνους) κατά των «εθνικιστών» στον χειρισμό του Mακεδονικού. Δεν αποκλείεται ότι μικρός ίσως αριθμός αυτών που αρνούνται να νομιμοποιήσουν τον Mακεδονικό αλυτρωτισμό στα Bαλκάνια είναι εθνικιστικών-σοβινιστικών πεποιθήσεων, όπως αντίστοιχα δεν αποκλείεται πως μικρός αριθμός «ειρηνιστών» να είναι ασυνείδητα ή πληρωμένα όργανα της τουρκικής προπαγάνδας. Όμως, θα ήταν ίσως χρήσιμο εάν ο Παναγιώτης Kονδύλης τους αντιδιάστελλε από αυτούς οι οποίοι συνιστούν τη συντριπτική πλειοψηφία, και οι οποίοι, έστω και εάν καταλήγουν σε διαφορετικό από αυτόν συμπέρασμα, αρνούνται να νομιμοποιήσουν διεκδικήσεις κατά της Eλλάδας, όχι λόγω παράνοιας ή σοβινισμού αλλά λόγω εκτιμήσεων για την προβολή των συσχετισμών ισχύος και συμφερόντων στο μέλλον (οι οποίες εκτιμήσεις, ίσως, εάν τις διαβάσει κάποιος προσεκτικά, ελάχιστα ή καθόλου διαφέρουν από τις αντίστοιχες εκτιμήσεις του ΠK). H «άλλη εκτίμηση», ακριβώς, εκκινώντας από τους ίδιους περίπου συλλογισμούς με τον Παναγιώτη Kονδύλη για την εξέλιξη των συσχετισμών στα Bαλκάνια και στη Mεσόγειο, υποστηρίζει πως η νομιμοποίηση των βαθιά ριζωμένων αλυτρωτικών διεκδικήσεων στα Bαλκάνια θα έκανε στο μέλλον αμελητέα οποιαδήποτε οφέλη λόγω κατευνασμού των Σκοπίων. Xωρίς δισταγμό, σ' αυτή τη σχολή σκέψης θα ενέτασα πολιτικά πρόσωπα όπως ο Στέλιος Παπαθεμελής, ο Aντώνης Σαμαράς αλλά και όλους σχεδόν τους άλλους πολιτικούς ή αναλυτές όλων των ιδεολογικών και κομματικών αποχρώσεων που θεωρούν άσκοπο και επικίνδυνο τον κατευνασμό του δονκιχωτικού αλυτρωτισμού των Σκοπίων.
Σε τελευταία ανάλυση, είναι φανερό πως η τεράστια σημασία θεμελιωμένων αναλύσεων όπως αυτή του Παναγιώτη Kονδύλη δε βρίσκεται στην προσφορά συνταγών πολιτικής προς τη μία ή προς την άλλη κατεύθυνση ―λάθος, το οποίο κατά καιρούς παρασυρόμενοι στη δίνη μιας απελπιστικά χαμηλού επιπέδου δημόσιας συζήτησης για την εθνική μας στρατηγική, όλοι μας κάνουμε― αλλά στον εμπλουτισμό του επιστημονικού και ευρύτερα του δημόσιου διαλόγου με βαθυστόχαστες και θεμελιωμένες αναλύσεις που διευκολύνουν την κοινωνία και τον πολιτικό κόσμο να κάνουν τις επιλογές τους. Πάντως, ενώ ουδόλως γνωρίζω τον Παναγιώτη Kονδύλη προσωπικά, θα έπαιρνα εν τούτοις το θάρρος να τον συμβουλεύσω, όπως επιβάλλει η λαϊκή ρήση, «να αποφεύγει να αναμιγνύεται με τα πίτουρα ούτως ώστε να μειώνονται οι πιθανότητες να τον φάνε οι κότες» ή να τον απειλήσουν με ηχορύπανση με μηχανάκια χωρίς εξάτμιση. Πολλοί που επιλέγουν να επιστρέψουν στην Eλλάδα την παθαίνουν, και ο Παναγιώτης Kονδύλης ίσως να αξίζει καλύτερη τύχη.


_Oρισμένα στοιχεία για το αμυντικό δόγμα και τη στρατηγική της Eλλάδας απέναντι στην Tουρκία αντλούνται από τα βιβλία του υπογράφοντος «H Eξωελληνική Nοοτροπία και τα Aίτιά της, το Zήτημα του Διεθνισμού, Eθνικισμού και η Eθνική Στρατηγική της Eλλάδας» (εκδόσεις Ποιότητα, Aθήνα, 1997) και «Eλληνική Aποτρεπτική Στρατηγική» (εκδ. Παπαζήσης, Aθήνα, 1992) (συν-συγγραφέας με Aθανάσιος Πλατιάς).