roundcorner.gif (262 bytes)  

Οι «κόκκινοι» πολεμιστές του διαστήματος: η απόρρητη ιστορία



Βλήματα διαστήματος-διαστήματος, Σογιούζ-κανονιοφόροι, κοσμοναύτες-πυροβολητές, πολεμικοί διαστημικοί σταθμοί, δορυφορικά λέιζερ και άλλα πολλά αποτέλεσαν μερικές από τις πλέον μυστικές πλευρές της στρατιωτικής πτυχής του σοβιετικού διαστημικού προγράμματος, τις οποίες αποκαλύπτουμε.

Του Θανάση Βέμπου


Τα χρόνια που έχουν περάσει από την εποχή του «Ψυχρού Πολέμου» είναι σχετικά λίγα, αλλά μοιάζουν με αιώνες. Αντιλήψεις και απόψεις που έμοιαζαν αιώνιες και άφθαρτες γκρεμίστηκαν μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, ενώ άκρως απόρρητα στοιχεία για τα οποία είχε χυθεί άφθονος ιδρώτας και αίμα για να παραμείνουν μυστικά, ήρθαν από μόνα τους στο φως. Κι όσον αφορά στην υπερμυστική σοβιετική διαστημική προσπάθεια, μέσα σε ελάχιστο σχετικά χρονικό διάστημα έγιναν γνωστά στοιχεία που οι ιθύνοντες φύλασσαν ζηλότυπα όχι μόνο από τα μάτια των Δυτικών, αλλά και από τον ίδιο το λαό τους.
Έτσι, η πολυπροπαγανδισμένη και υπερτονισμένη «ειρηνοφιλία» της ΕΣΣΔ, που υποτίθεται πως εκφραζόταν ιδιαίτερα μέσα από το διαστημικό της πρόγραμμα, αποδείχτηκε τόσο κάλπικη όσο μια πρωτοχρονιάτικη λίρα. Σχετικά πρόσφατες ανακαλύψεις φανερώνουν ότι το παντοδύναμο σοβιετικό στρατιωτικοβιομηχανικό συγκρότημα είχε ―σε διάφορες φάσεις ανάπτυξης― έναν πραγματικό «Πόλεμο των Aστρων» και, μάλιστα, πολλά χρόνια πριν την περιβόητη διακήρυξη της Πρωτοβουλίας Στρατηγικής Aμυνας του προέδρου Ρέιγκαν.
Ο χώρος δεν επαρκεί για να αναφερθούμε εδώ σε όλες τις πτυχές του σοβιετικού Πολέμου των Aστρων. Στο άρθρο αυτό, θα περιγράψουμε, ίσως, την πιο ενδιαφέρουσα πτυχή του: τα επανδρωμένα πολεμικά διαστημόπλοια που είχαν επιφορτιστεί με ποικίλα καθήκοντα ― από στρατιωτικές παρατηρήσεις μέχρι την καταστροφή εχθρικών δορυφόρων και επανδρωμένων σκαφών.

ΤΚΣ: Ο «Βαρύς» Διαστημικός Σταθμός

Ο ΤΚΣ, γνωστός επίσης και με τα ρωσικά αρχικά ΤΟΣΖ (Βαρύς Τροχιακός Σταθμός της Γης) ήταν το πρώτο σχέδιο του Σεργκέι Καραλιόφ σχετικά με τον υπό σχεδιασμό στρατιωτικό διαστημικό σταθμό που θα ετίθετο σε τροχιά από τον τότε σχεδιαζόμενο τεράστιο πυραυλικό φορέα Ν-1. Με τους διαρκείς επαναπροσδιορισμούς του Ν-1, ο ΤΚΣ υπέστη με τη σειρά του διαδοχικούς ανασχεδιασμούς σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960.
Μεταξύ των καθηκόντων του ΤΚΣ συμπεριλαμβάνονταν και η δορυφορική μάχη, η αντιδορυφορική δραστηριότητα και ο πυρηνικός βομβαρδισμός. Το βασικό τμήμα του θα έμπαινε σε τροχιά με μια εκτόξευση Ν-1 και αργότερα θα προστίθεντο 2-3 τμήματα των 50 τόνων. Το τριμελές πλήρωμα θα μετέβαινε στο σταθμό με διαστημόπλοια Σογιούζ και θα άλλαζε κάθε μήνα. Υπήρχαν σχέδια για περιστροφή του ΤΚΣ με σκοπό τη δημιουργία τεχνητής βαρύτητας. Ηλιακά πτερύγια και/ή πυρηνικοί αντιδραστήρες θα εξασφάλιζαν την επάρκεια σε ενέργεια.
Ο ΤΚΣ θα αποτελούνταν από τρία ερμητικά κλειστά τμήματα, ενωμένα με κοινό τμήμα μετάβασης. Δύο από τα τμήματα θα αποτελούσαν το συγκρότημα διαβίωσης και θα είχαν διάμετρο 4,5 μ. και συνολικό μήκος 20 μ. Το κεντρικό διαμέρισμα θα είχε διάμετρο 4,15 μ. και μήκος 12 μ. Ο σταθμός μπορούσε να χωριστεί σε πέντε στεγανά τμήματα σε περίπτωση ανάγκης και θα διέθετε μικρά ρομπότ εξοπλισμένα με τηλεοπτικές κάμερες και βραχίονες για επισκευές στο εξωτερικό του σταθμού μέσω τηλεχειρισμών.
Το σκάφος μετάβασης έμοιαζε με το μεταγενέστερο Σογιούζ εκτός από το ότι η επανδρωμένη κάψουλα ήταν τοποθετημένη στο εμπρός μέρος του σκάφους και όχι στο μέσον του. Ο ΤΚΣ ήταν ο πρόδρομος μιας σειράς μεγάλων στρατιωτικών διαστημικών σταθμών, τους οποίους ο Καραλιόφ προωθούσε προσπαθώντας να δελεάσει τους στρατιωτικούς και να τους αποσπάσει χρηματοδότηση για την περαιτέρω ανάπτυξη του Ν-1. Όμως, το 1966 τον πρόλαβε ο θάνατος...

«Τροχιακή Ζώνη»: Ο Πόλεμος των Aστρων εικοσιπέντε χρόνια νωρίτερα

Ο Καραλιόφ ήταν αποφασισμένος να κερδίσει την υποστήριξη του πανίσχυρου στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος της ΕΣΣΔ, προκειμένου να προωθήσει την υλοποίηση του Ν-1. Η επόμενη προσπάθειά του ήταν το πρόγραμμα Τροχιακή Ζώνη ή ΟΠ (Ορμπιτάλνι Πόγιας) που άγγιζε τα όρια της επιστημονικής φαντασίας και το οποίο διατυπώθηκε στις 20 Απριλίου 1962. Προηγούμενος του προέδρου Ρέιγκαν κατά 25 ολόκληρα χρόνια, ο Καραλιόφ απεικόνισε με ζωηρά χρώματα μια ανίκητη σοβιετική διαστημική αρμάδα που θα περιπολούσε στους ουρανούς. Δύο ή τρεις τεράστιοι επανδρωμένοι διαστημικοί σταθμοί θα έλεγχαν έναν αστερισμό από στρατηγικές δυνάμεις. Πυρηνοκίνητοι δορυφόροι σε γεωσύγχρονη τροχιά θα παρείχαν ασφαλείς τηλεπικοινωνίες. Επανδρωμένα αναγνωριστικά διαστημόπλοια θα παρείχαν συνεχείς πληροφορίες για τις κινήσεις στο Δυτικό μπλοκ. Οι επανδρωμένοι σταθμοί θα έλεγχαν δορυφόρους-φονιάδες, δηλαδή αντιδορυφορικά όπλα με ικανότητα ελιγμών, τα οποία θα περιπολούσαν σε ύψη από 300-2.000 χλμ. Τα πληρώματα των σταθμών θα ανανεώνονταν. Ο Καραλιόφ είχε επίσης οραματιστεί και αντιβαλλιστικούς αναχαιτιστές σε τροχιές ύψους 150-200 χλμ., καθώς επίσης και την ανάπτυξη πυρηνικών κεφαλών σε μια ποικιλία υψομέτρων.
Το σχέδιο αυτό θεωρείται εξωπραγματικό ακόμη και με τα σημερινά δεδομένα. Όπως ήταν επόμενο, οι στρατιωτικοί δεν φάνηκε να εντυπωσιάζονται από το σχέδιο του Καραλιόφ και δεν υπάρχουν στοιχεία που να δείχνουν ότι του έδωσαν μεγαλύτερη σημασία απ' όση στα αρχικά σχέδια του ΤΚΣ.

Τα πολεμικά Σογιούζ: μαχητικά σε τροχιά

Τον Δεκέμβριο του 1962, ο Καραλιόφ ολοκλήρωσε το αρχικό του σχέδιο για τη δημιουργία ενός ευέλικτου και πολύμορφου διαστημοπλοίου, το οποίο θα αντικαθιστούσε το Βοστόκ. Το σκάφος αυτό ονομάστηκε Σογιούζ (= Ένωση) και η αρχική μορφή του (Σογιούζ Α) είχε σχεδιαστεί βασικά για περισελήνιες πτήσεις. Όμως, ο Καραλιόφ αντιλαμβανόταν πολύ καλά πως η χρηματοδότηση για πτήσεις προς τη Σελήνη μπορούσε μόνο να προέλθει από το υπουργείο Aμυνας. Έτσι, φρόντισε να σχεδιάσει και εναλλακτικές μορφές του Σογιούζ, κατάλληλες για στρατιωτικές εφαρμογές. Τα σχέδιά του συμπεριέλαβαν και δύο τροποποιήσεις του Σογιούζ: το Σογιούζ-Π (από το Περεχβάτσικ = αναχαιτιστής) και το Σογιούζ-Ρ (από το Ραζβέντκα = κατασκοπεία) ― με ευνόητες εφαρμογές. Το υπουργείο και άλλοι φορείς του στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος ενδιαφέρθηκαν για τα Σογιούζ Π και Ρ. Εκείνη την εποχή, οι ΗΠΑ ετοίμαζαν το Επανδρωμένο Τροχιακό Εργαστήριο (MOL), έναν επανδρωμένο στρατιωτικό σταθμό για λογαριασμό της USAF.
Όμως, οι εργασίες του Γραφείου Σχεδιασμού Καραλιόφ είχαν αυξηθεί και ο Καραλιόφ ανέθεσε το σχεδιασμό των Σογιούζ Π και Ρ στο Θυγατρικό Γραφείο Νο 3 με έδρα τη Σαμάρα (τότε Κουϊμπίσεφ), υπό την εποπτεία του Αρχισχεδιαστή Ντμίτρι Κοζλόφ. Ο Κοζλόφ άρχισε δουλειά πάνω στις στρατιωτικές εκδοχές του Σογιούζ το 1964. Όμως, τελικά, και τα δυο σχέδια θα ακυρώνονταν και τη θέση τους θα έπαιρναν σχέδια του μεγάλου ανταγωνιστή του Καραλιόφ, Βλαντίμιρ Τσελομέι. Έτσι, το επανδρωμένο αντιδορυφορικό σκάφος ΙΣ αντικατέστησε το Σογιούζ Π και ο διαστημικός σταθμός Αλμάζ (βλ. και παρακάτω) το Σογιούζ Ρ.
Τον Ιούνιο του 1965, το αμερικανικό Τζέμινι 4 πραγματοποίησε τα πρώτα στρατιωτικά πειράματα. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την εξέλιξη του προγράμματος του MOL της USAF, πανικόβαλε τα ανώτερα στρατιωτικά σοβιετικά κλιμάκια. Έτσι, ο επικεφαλής της πανίσχυρης ΣτρατιωτικοΒιομηχανικής Επιτροπής (ΒΠΚ) Λεονίντ Σμιρνόφ έδωσε εντολή για επιτάχυνση των σχετικών εργασιών, ώστε να πετάξει όσο το δυνατόν ταχύτερα ένα επανδρωμένο σκάφος με δυνατότητα κατασκοπείας και οπτικής-φωτογραφικής αναγνώρισης, καθώς επίσης και δυνατότητα επίθεσης σε άλλα διαστημόπλοια. Έτσι, το Γραφείο του Κοζλόφ επιφορτίστηκε με τη δημιουργία ενός τροποποιημένου Σογιούζ με αυτά τα καθήκοντα. Η εκδοχή αυτή ονομάστηκε Σογιούζ ΒΙ και είχε την κωδική ονομασία «Ζβεζντά» (= άστρο).
Όμως, στην πρώτη δοκιμαστική εκτόξευση του Σογιούζ, τον Νοέμβριο του 1966, σημειώθηκαν πολλά τεχνικά προβλήματα. Το διαστημόπλοιο τέθηκε εκτός ελέγχου και τελικά καταστράφηκε. Εξίσου καταστροφική ήταν και η δεύτερη δοκιμαστική εκτόξευση, ένα μήνα αργότερα.
Ο Κοζλόφ έδωσε εντολή για πλήρη ανασχεδιασμό του Σογιούζ ΒΙ. Το νέο σχέδιο ήταν έτοιμο τον Μάρτιο του 1967 και αφορούσε σε ένα σκάφος με συνολική μάζα 6,6 τόνων και δυνατότητα αυτονομίας ενός μήνα σε τροχιά. Όμως, οι αναδιατάξεις στο σχεδιασμό άφηναν χώρο μόνο για έναν κοσμοναύτη ― πράγμα που δεν δέχτηκαν οι στρατιωτικοί. Έτσι, ο Κοζλόφ αναγκάστηκε να μετατρέψει τον πυραυλικό φορέα.
Η νέα εκδοχή του Σογιούζ ΒΙ ανέστρεφε τη σειρά των τμημάτων του. Στην πλώρη του σκάφους βρισκόταν το τμήμα καθόδου, το οποίο συνδεόταν με μια καταπακτή με το κυλινδρικό τροχιακό τμήμα, που ήταν μεγαλύτερο από εκείνο του «στάνταρτ» Σογιούζ. Το πλήρωμα ήταν διμελές, ενώ το σκάφος διέθετε και εκτινασσόμενα καθίσματα.
Πάνω από το τμήμα καθόδου βρισκόταν εγκατεστημένο ένα πυροβόλο άνευ οπισθοδρόμησης, κατασκευασμένο από το σχεδιαστή Α. Νούντελμαν. Το όπλο ήταν σχεδιασμένο για να εκπυρσοκροτεί στο κενό και να πλήττει εχθρικούς δορυφόρους. Το όπλο δεν είχε δυνατότητα προσανατολισμού και για το σκοπό αυτόν έπρεπε να μετακινηθεί ολόκληρο το σκάφος.
Το πρόβλημα που έπρεπε να λυθεί ήταν το πώς θα εκπυρσοκροτούσε το όπλο χωρίς να κάνει ολόκληρο το σκάφος να τινάζεται ανεξέλεγκτα. Για το σκοπό αυτόν, κατασκευάστηκε μια ειδική πλατφόρμα με αποσβεστήρες με πεπιεσμένο αέρα. Το σκάφος διέθετε επίσης και μηχανισμό σύνδεσης, προκειμένου να συνδέεται με το στρατιωτικό διαστημικό Αλμάζ (βλ. παρακάτω).
Στο τροχιακό τμήμα υπήρχαν εγκατεστημένα διάφορα όργανα για στρατιωτική έρευνα, όπως ραντάρ και συσκευές για παρατήρηση της εκτόξευσης βαλλιστικών βλημάτων. Στο εξωτερικό του τροχιακού τμήματος υπήρχαν μακριές κεραίες για τον εντοπισμό εχθρικών δορυφόρων, καθώς και συστήματα Elint. Μια άλλη καινοτομία του Σογιούζ ΒΙ ήταν η χρήση γεννητριών ραδιοϊσοτόπων (RTG) με καύσιμο πλουτώνιο για την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας. Για την αποφυγή ραδιενεργού μόλυνσης, σε περίπτωση ατυχήματος, οι RTG τοποθετήθηκαν σε κάψουλες επανόδου και βρίσκονταν έξω από το φέρινγκ του Σογιούζ ΒΙ στη φάση της εκτόξευσης.
Το τελικό σχέδιο του Σογιούζ ΒΙ ήταν αρκετά παρόμοιο με εκείνο του αμερικανικού MOL. Μέχρι τα μέσα του 1967 είχαν ολοκληρωθεί τα τεστ με το πυροβόλο Νούντελμαν. Στο μεταξύ, μια μεγάλη ομάδα κοσμοναυτών που θα εκπαιδεύονταν για το Σογιούζ ΒΙ σχηματίστηκε το φθινόπωρο του 1966. Αρχηγός της ήταν ο βετεράνος Πάβελ Πόποβιτς, ενώ στα μέλη συμπεριλαμβάνονταν οι Γκουλιάγεφ, Μπελούσοφ, Κολέσνικοφ, και Αρτιούκιν.
Η ομάδα των κοσμοναυτών υπέστη πολλές ανακατατάξεις, αφού εκείνη την εποχή η ΕΣΣΔ ανέπτυσσε πολλά προγράμματα ταυτόχρονα, ανάμεσα στα οποία ήταν και το σχέδιο Λ-1 για περισελήνιες πτήσεις με επανδρωμένα σκάφη τύπου Ζοντ. Αργότερα, νεοσύλλεκτοι κοσμοναύτες συμπλήρωσαν την ομάδα ― κάτι που θεωρούνταν απαραίτητο, αφού προγραμματίζονταν ούτε λίγο ούτε πολύ 50 πτήσεις Σογιούζ ΒΙ για την περίοδο 1968-1975.
Η πρώτη πτήση του Σογιούζ ΒΙ τοποθετούνταν το 1968 ή 1969, όμως, στα τέλη του 1967 ο Αρχισχεδιαστής Βασίλι Μισίν, διάδοχος του Καραλιόφ, θέλησε να συμπεριλάβει στις αρμοδιότητες του Γραφείου το πρόγραμμα του Σογιούζ ΒΙ. Η κίνηση αυτή ήταν ένας ελιγμός «εκδίκησης», αφού το προσωπικό του Γραφείου του αισθανόταν «προσβεβλημένο» από τις τροποποιήσεις που είχε κάνει ο Κοζλόφ στο πρωτότυπο Σογιούζ. Ο Μισίν ήταν, επίσης, κατηγορηματικά αντίθετος στη χρήση γεννητριών ραδιοϊσοτόπων και στην ύπαρξη καταπακτής πάνω στην αντιθερμική ασπίδα του σκάφους. Ο Μισίν προσπάθησε να επηρεάσει τους ιθύνοντες να καταργήσουν εντελώς το Σογιούζ ΒΙ. Στις 8 Δεκεμβρίου 1967, οι μηχανορραφίες του Μισίν είχαν αποτέλεσμα: το Γραφείο του ανέλαβε τον έλεγχο του Σογιούζ ΒΙ, το οποίο θα ακυρωνόταν, τελικά, το 1969.
Πάντως, ο Κοζλόφ δεν εγκατέλειψε κάθε σχετική εργασία. Με την ομάδα του στράφηκαν στην ανάπτυξη μη επανδρωμένων σκαφών και άρχισαν την ανάπτυξη του δορυφόρου αναγνώρισης Γιαντάρ-2Κ, ο σχεδιασμός του οποίου ωφελήθηκε τα μάλα από τις εργασίες στο Σογιούζ ΒΙ.

Σογιούζ Ρ: ένας επανδρωμένος αναγνωριστικός δορυφόρος

Όπως αναφέραμε ήδη, μια παραλλαγή Σογιούζ που ο Καραλιόφ είχε σχεδιάσει, προκειμένου να δελεάσει τους στρατιωτικούς και να τους αποσπάσει υποστήριξη, ήταν το Σογιούζ Ρ, που τελικά ανέλαβε ο Κοζλόφ. Το μάζας 13 τόνων Σογιούζ Ρ αποτελούνταν από δύο σκάφη που εκτοξεύονταν ξεχωριστά και αργότερα συνδέονταν σε τροχιά. Το σκάφος (που ουσιαστικά ήταν ένας μίνι διαστημικός σταθμός) ήταν εξοπλισμένο με συσκευές φωτογραφικής αναγνώρισης και εξοπλισμό ELINT. Η κάψουλα καθόδου και το τροχιακό όχημα είχαν αντικατασταθεί από ένα τμήμα αποθήκευσης για τμηματικό (modular) εξοπλισμό. Είναι ενδιαφέρουσα η παρατήρηση ότι η εξωτερική όψη του Σογιούζ Ρ ήταν παραπλήσια με εκείνη του σκάφους που απεικονιζόταν στις φωτογραφίες, που δόθηκαν στη δημοσιότητα στις 1.11.1967 σχετικά με τη σύνδεση των Κόσμος 186 και Κόσμος 188.
Το Σογιούζ Ρ φαίνεται ότι εκτιμήθηκε από τους στρατιωτικούς, αφού συμπεριλήφθηκε στο πενταετές πλάνο για διαστημική ανάπτυξη του 1964-1969 και είχε την προσωπική έγκριση του Στρατάρχη Μαλινόφσκι. Το 1965, το Σογιούζ Ρ εγκρίθηκε και από την Ακαδημία Επιστημών, αλλά και από το πανίσχυρο Υπουργείο Κατασκευής Μηχανών.
Όμως, ήδη από το 1964 ο Βλαντίμιρ Τσελομέι, επικεφαλής του Γραφείου Σχεδιασμού ΟΚΜπ-52 και μεγάλος ανταγωνιστής του Καραλιόφ, είχε πάρει την έγκριση να αναπτύξει ένα διαστημικό σταθμό μεγαλύτερο από το Σογιούζ Ρ, με την ονομασία Αλμάζ (βλ. και παρακάτω). Αυτός ο σταθμός θα είχε μάζα 20 τόνους και τριμελές πλήρωμα και θα χρειαζόταν μία εκτόξευση για να τεθεί σε τροχιά αντί των δύο εκτοξεύσεων του Σογιούζ Ρ. Έτσι, το 1965, υπήρχαν δύο ανταγωνιστικά προγράμματα με τον ίδιο σκοπό.
Τον Ιανουάριο του 1966, ο Καραλιόφ πέθανε ξαφνικά. Ο Τσελομέι άρπαξε την ευκαιρία και κατάφερε να ακυρώσει το πρόγραμμα Σογιούζ Ρ, προς όφελος του Αλμάζ. Ο Κοζλόφ διατάχθηκε να παραδώσει στον Τσελομέι όλη την εργασία που είχε κάνει στο Σογιούζ Ρ μέχρι εκείνη την εποχή. Όμως, το σχετικό διάταγμα (νο 145, 30.3.1966) επέτρεπε στον Κοζλόφ να συνεχίσει την ανάπτυξη ενός σκάφους για τη μεταφορά πληρωμάτων στο διαστημικό σταθμό Αλμάζ. Πάντως, διάφορες καθυστερήσεις στο πρόγραμμα μετατόπισαν τελικά τη δοκιμή του συστήματος Σογιούζ-Αλμάζ όχι νωρίτερα από το 1969.
Πάντως, ο Τσελομέι είχε άλλα πλάνα. Είχε σχεδιάσει ένα κωνικό σκάφος (ΛΚ-1) προορισμένο για περισελήνιες πτήσεις, το οποίο τελικά απορρίφθηκε, κι έτσι ήθελε οπωσδήποτε να συμπεριλάβει το σκάφος αυτό στο σύστημα του Αλμάζ. Μέχρι το 1969, ο Αλμάζ είχε ανασχεδιαστεί, ώστε να μη χρειάζεται το Σογιούζ αλλά το κωνικό σκάφος του Τσελομέι ΤΚΣ (Τρανσπόρτνι Κοράμπλ Σναμπζένιγια ― Σκάφος Μεταφοράς-Αποθήκευσης). Ας σημειώσουμε εδώ ότι το ΤΚΣ του Τσελομέι δεν έχει καμία σχέση με τον ΤΚΣ ή ΤΟΣΖ του Καραλιόφ (βλ. και προηγουμένως). Το ΤΚΣ του Τσελομέι μπορούσε να μεταφέρει τριμελές πλήρωμα και εξοπλισμό για αποστολές διάρκειας 90 ημερών στον Αλμάζ. Έτσι, στις 16.6.1970, με σχετικό διάταγμα της Κεντρικής Επιτροπής, το Σογιούζ Ρ ματαιώθηκε οριστικά και αντικαταστήθηκε από το ΤΚΣ.

Σογιούζ Π: η τροχιακή πυραυλάκατος

Στο αρχικό σχέδιο του Καραλιόφ συμπεριλαμβανόταν, όπως είδαμε, το Σογιούζ Π. Το συγκρότημα αυτό θα ήταν επιφορτισμένο με επιθεώρηση και αναχαίτιση εχθρικών δορυφόρων, σε τροχιές μέχρι ύψους 6.000 χλμ. Το Σογιούζ Π θα ερχόταν σε τροχιακό ραντεβού με το δορυφόρο και ύστερα ένας κοσμοναύτης θα έβγαινε από το σκάφος και θα τον εξέταζε από κοντά. Αναλόγως του αντικειμενικού σκοπού της αποστολής και των αποτελεσμάτων της εξέτασης, ο δορυφόρος θα καταστρεφόταν, θα εξουδετερωνόταν ή θα επέστρεφε στη Γη για περαιτέρω μελέτη.
Όμως, αυτό το προφίλ αποστολής απορρίφθηκε σύντομα λόγω πολλαπλών και περίπλοκων προβλημάτων και επειδή ο κοσμοναύτης θα υποβαλλόταν σε μεγάλο κίνδυνο. Ας σημειώσουμε εδώ πως όλοι οι σοβιετικοί δορυφόροι ήταν εξοπλισμένοι με συστήματα αυτοκαταστροφής για να μην πέσουν σε εχθρικά χέρια, τα οποία ενεργοποιούνταν ακόμη και στην περίπτωση που κοβόταν η ραδιοεπαφή με το κέντρο ελέγχου. Αν ο εχθρός χρησιμοποιούσε παρόμοια συστήματα, η προσέγγιση του Σογιούζ Π θα συνεπάγετο καταστροφή του σκάφους και θάνατο του κοσμοναύτη.
Έτσι, το Σογιούζ Π ανασχεδιάστηκε και η αναθεωρημένη εκδοχή ονομάστηκε Σογιούζ ΠΠΚ (Πιλοτιρουγιέμι Κοράμπλ Περεχβάτσικ ― Επανδρωμένο Διαστημόπλοιο Αναχαίτισης). Το Σογιούζ ΠΠΚ ήταν εξοπλισμένο με οκτώ μικρούς πυραύλους και ο κοσμοναύτης θα παρέμενε στο σκάφος στοχεύοντας τον εχθρικό δορυφόρο. Το Σογιούζ θα εξαπέλυε τα βλήματα (διαστήματος-διαστήματος;) προς τον εχθρικό δορυφόρο από απόσταση 1 χλμ. Όμως, τελικά, διάφορες καθυστερήσεις στην ανάπτυξη του προγράμματος οδήγησαν στην οριστική ματαίωση του Σογιούζ ΠΠΚ, το 1965.

ΟΙΣ: Ο στρατιωτικός σταθμός του Μισίν


Όταν ο Βασίλι Μισίν κατάφερε να πάρει από τον Κοζλόφ τον έλεγχο του προγράμματος για το στρατιωτικό Σογιούζ ΒΙ, τον Δεκέμβριο του 1967, πρότεινε στη θέση του την ανάπτυξη ενός συγκροτήματος που ονομάστηκε ΟΙΣ (Ορμπιτάλναγια Ισκούστβεναγια Στάντσια ― Τροχιακός Ερευνητικός Σταθμός), το οποίο θα αποτελούνταν από ένα τροχιακό μπλοκ και ένα μεταφορικό Σογιούζ. Το πρόγραμμα εγκρίθηκε τον Μάιο του 1968.
Το ΟΙΣ του Μισίν αποτελούνταν από το τροχιακό μπλοκ ΟΜπ-ΒΙ και το μεταφορικό Σογιούζ Σ. Το δεύτερο θα είχε διμελές πλήρωμα, σύστημα σύνδεσης και σήραγγα για μετάβαση του πληρώματος χωρίς διαστημικό περίπατο στο τροχιακό μπλοκ. Δύο παραλλαγές του Σογιούζ Σ θα μπορούσαν να εκτελούν αυτόνομες πτήσεις για στρατιωτικούς σκοπούς (Σογιούζ Σ-1 για βραχυπρόθεσμες αποστολές και Σογιούζ Σ-2 για μακροπρόθεσμες). Επίσης, προτάθηκε και η δημιουργία ενός ανεφοδιαστικού σκάφους για τον ανεφοδιασμό του τροχιακού τμήματος, του Σογιούζ ΣΓκ (επρόκειτο, βέβαια, για τον πρόγονο του Προγκρές που πετά μέχρι σήμερα ανεφοδιάζοντας τον Μιρ).
Το Σογιούζ Σ θα εκτοξευόταν σε τροχιά κλίσης 51,6 μοιρών και θα διέθετε ηλιακά πτερύγια, ενώ το τροχιακό τμήμα ΟΜπ-ΒΙ θα διέθετε 700-1.000 κιλά επιστημονικό εξοπλισμό. Μέχρι το 1969 είχαν εκπονηθεί λεπτομερή σχέδια για τα Σογιούζ. Ο Μισίν πίστευε πως η πρώτη εκτόξευση του Σογιούζ Σ θα πραγματοποιούνταν μέσα στο 1969. Όμως, ο Μισίν ήταν πολύ απασχολημένος με τη βελτίωση του «κανονικού» Σογιούζ μετά την τραγωδία της πρώτης πτήσης του, με το περισελήνιο πρόγραμμα Λ-1 και το πρόγραμμα για προσσεληνώσεις κοσμοναυτών (Λ-3). Έτσι, σύντομα, έγινε αντιληπτό ότι ακόμη και στην καλύτερη περίπτωση μόνο επτά σόλο πτήσεις Σογιούζ Σ μπορούσαν να πραγματοποιηθούν ώς το 1972.
Έτσι, το ΟΙΣ ακυρώθηκε τον Φεβρουάριο του 1970 και η ομάδα των κοσμοναυτών ενσωματώθηκε στην αντίστοιχη ομάδα που προετοιμαζόταν για πτήσεις στον Αλμάζ του Τσελομέι. Πάντως, το Σογιούζ Σ συνέχισε να αναπτύσσεται ως βασικό μοντέλο για σόλο στρατιωτικές αποστολές. Όμως, το 1974, μετά την τέταρτη αποτυχία του προβληματικού σεληνιακού πυραύλου Ν-1, το σοβιετικό διαστημικό πρόγραμμα υπέστη ριζικό ανασχεδιασμό. Ο Μισίν απολύθηκε και τη θέση του πήρε ο Βαλεντίν Γκλουσκό, άσπονδος ανταγωνιστής των Μισίν-Καραλιόφ. Το Σογιούζ Σ ματαιώθηκε, μολονότι το πρώτο δοκιμαστικό όχημα βρισκόταν ήδη στο Μπαϊκονούρ, έτοιμο για εκτόξευση. Τελικά, εκτοξεύτηκαν τρία τέτοια μη επανδρωμένα Σογιούζ στο πλαίσιο δοκιμών (Κόσμος 670 το 1974, Κόσμος 772 το 1975 και 869 το 1976).

Αλμάζ: ένα διαμάντι σε τροχιά


Όπως αναφέραμε ήδη, το πρόγραμμα Αλμάζ είχε τις ρίζες του στη δεκαετία του 1960. Την εποχή εκείνη, οι ΗΠΑ είχαν αρχίσει να προχωρούν στη δημιουργία του στρατιωτικού διαστημικού σταθμού (MOL). Η πάγια σοβιετική τακτική, η οποία υπαγόρευε την αντιγραφή οποιασδήποτε τεχνολογικής προσπάθειας και πρωτοβουλίας της Δύσης, υπαγόρευε και τη μίμηση του προγράμματος MOL. Έτσι, το Γραφείο Σχεδιασμού Τσελομέι (ΟΚΜπ-52) επιλέχθηκε το 1965 για την ανάληψη, ανάπτυξη και εκτόξευση ενός σοβιετικού αντιστοίχου, με την ονομασία Τροχιακός Κατευθυνόμενος Σταθμός (ΟΠΣ).
Αρχικά, το πρόγραμμα Αλμάζ αφορούσε σε δύο ξεχωριστά σκάφη: το σταθμό Αλμάζ μαζί με μια ανακτήσιμη επανδρωμένη κάψουλα και ένα διαστημόπλοιο παρόμοιου μεγέθους και βάρους, γνωστό με το όνομα ΤΚΣ (Τρανσπόρτνιε Καράμπλ Σναμπζένιε ― Οχημα Τροχιακού Ανεφοδιασμού), το οποίο διέθετε μια τριθέσια επανδρωμένη κάψουλα (που, όπως είδαμε, είχε προέλθει από το κωνικό σεληνιακό διαστημόπλοιο του Τσελομέι). Ο Αλμάζ είχε μήκος σχεδόν 15 μ. και διάμετρο 4 μ. Το ΤΚΣ είχε παρόμοια διάμετρο, αλλά μήκος 17,5 μ. συμπεριλαμβανομένης της επανδρωμένης κάψουλας. Αργότερα, η επανδρωμένη κάψουλα αντικαταστάθηκε από το αξιόπιστο Σογιούζ.
Ο πρώτος σταθμός Αλμάζ ήταν έτοιμος για πτήση το 1969. Ώς το 1970 υπήρχαν 10 ουσιαστικά έτοιμα Αλμάζ στο εργοστάσιο Χρουνιτσόφ, κοντά στη Μόσχα. Όμως, όταν έγινε αντιληπτό πως οι Σοβιετικοί έχαναν τον αγώνα δρόμου για τη Σελήνη, η κυβέρνηση Μπρέζνιεφ έδωσε εντολή, τον Οκτώβριο του 1970, στο Γραφείο Καραλιόφ, να αναπτύξει ένα «μακράς διαρκείας» τροχιακό σταθμό (ΝτΟΚ-7K) με μη στρατιωτικό αντικείμενο έρευνας. Αυτό έγινε, όταν οι Αμερικανοί προγραμμάτιζαν την εκτόξευση του Skylab. Οι σοβιετικές προθέσεις ήταν η επισκίαση του αμερικανικού εγχειρήματος. Επρόκειτο για την τυπική σοβιετική τακτική όχι μόνο στη διαστημική προσπάθεια, αλλά και σε όλους τους υπόλοιπους τομείς του ανταγωνισμού των υπερδυνάμεων. Το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία του σκάφους, που αποτέλεσε τα «πολιτικά» Σαλιούτ, που εκτοξεύθηκαν στο διάστημα 1971-1982 (βλ. και σχετικό πίνακα).
Ο πρώτος σταθμός ΟΠΣ Αλμάζ εκτοξεύθηκε στις 3 Απριλίου 1973. Ο σταθμός ονομάστηκε επίσημα Σαλιούτ-2, μόλις τέθηκε σε τροχιά, σύμφωνα με τη σοβιετική συνήθεια να ονοματίζονται μόνο οι επιτυχημένες αποστολές. Όμως, ένα βραχυκύκλωμα στις 14 Απριλίου προκάλεσε πυρκαγιά η οποία είχε ως αποτέλεσμα έκρηξη και αποσυμπίεση του σταθμού. Μετά την έκρηξη, ο σταθμός έχασε σταδιακά ύψος και κάηκε στην ατμόσφαιρα. Ακολούθησε η εκτόξευση ενός άλλου Αλμάζ με την ονομασία Κόσμος 557, στις 11 Μαΐου 1973. Όμως, ο δορυφόρος έχασε σύντομα ύψος και κάηκε στην ατμόσφαιρα έντεκα μέρες μετά.
Στις 24 Ιουνίου 1974, εκτοξεύθηκε ο πρώτος επιτυχημένος σταθμός Αλμάζ, ο οποίος ονομάστηκε Σαλιούτ-3. Στις 3 Ιουλίου, το Σογιούζ 14 εκτοξεύθηκε προς το σταθμό με τους κοσμοναύτες Πόποβιτς και Αρτιούκιν. Φημολογείται ότι ο σταθμός φιλοξενούσε μια κάμερα με μήκος φακού 10 μ., με την οποία ελήφθησαν φωτογραφίες με ευκρίνεια 30 μ. Λέγεται, επίσης, ότι στο κοσμοδρόμιο του Μπαϊκονούρ τοποθετήθηκαν αντικείμενα στο έδαφος ως «φωτογραφικοί στόχοι» για την κάμερα του Σαλιούτ 3, προκειμένου να εξακριβωθεί η ευκρίνειά της. Οι κοσμοναύτες συμπλήρωσαν 14ήμερη παραμονή στο σταθμό. Η επιτυχία αυτή έκανε τους Σοβιετικούς να σχεδιάσουν μια ελαφρώς πιο μακρόχρονη αποστολή. Έτσι, στις 26 Αυγούστου, εκτοξεύθηκε το Σογιούζ 15 με πλήρωμα άλλους δύο στρατιωτικούς. Όμως, εξαιτίας τεχνικών δυσλειτουργιών η μετάβαση των κοσμοναυτών στο σταθμό ματαιώθηκε. Το Σαλιούτ 3 κάηκε στην ατμόσφαιρα πάνω από τον Ειρηνικό, στις αρχές του 1975.
Ο τρίτος σταθμός Αλμάζ, με το όνομα Σαλιούτ 5, εκτοξεύθηκε στις 22 Ιουνίου 1976. Στις 6 Ιουλίου, το Σογιούζ 21 εκτοξεύθηκε από το Μπαϊκονούρ με διμελές πλήρωμα. Η αποστολή επρόκειτο να διαρκέσει δύο ή τρεις μήνες. Όμως, κάποιες δυσκολίες ανάγκασαν τους κοσμοναύτες να επιστρέψουν στη Γη στις 24 Αυγούστου. Στις 14 Οκτωβρίου, εκτοξεύθηκε το Σογιούζ 23 με διμελές πλήρωμα, που όμως κατόρθωσε να συνδεθεί με το Σαλιούτ 5. Όμως, μια 20ήμερη αποστολή στο Σαλιούτ 5 πραγματοποιήθηκε με επιτυχία τον Φεβρουάριο του 1977. Πριν την επιστροφή τους στη Γη, οι 2 κοσμοναύτες φόρτωσαν τα αποτελέσματα των εργασιών τους στην κάψουλα επανόδου, η οποία επέστρεψε αυτόματα στη Γη. Ήταν η τελευταία επίσκεψη στο Σαλιούτ 5, το οποίο κάηκε στην ατμόσφαιρα στις 8 Αυγούστου του ίδιου χρόνου. Είναι ενδιαφέρον να αναφέρουμε εδώ ότι η κάψουλα αυτή, με τα άκρως απόρρητα στοιχεία των στρατιωτικών παρατηρήσεων, πουλήθηκε σε δημοπρασία στη Νέα Υόρκη, το 1993!
Μετά την ολοκλήρωση των επανδρωμένων αποστολών στους στρατιωτικούς διαστημικούς σταθμούς, οι Αλμάζ μετατράπηκαν σε μη επανδρωμένες εξέδρες/κατασκοπευτικούς δορυφόρους, παρόμοιους με τους αμερικανικούς Big Bird.
Τον Φεβρουάριο του 1992, η ρωσική εφημερίδα Ζνάνιε ισχυρίστηκε ότι τα στρατιωτικά Σαλιούτ 3 και 5 ήταν εξοπλισμένα με «αντιδορυφορικά όπλα που θα χρησιμοποιούνταν εναντίον αμερικανικών αναχαιτιστικών δορυφόρων ή δορυφόρων επιθεώρησης». Το βέβαιο είναι πως υπήρχαν σχέδια εξοπλισμού του Αλμάζ με το αεροπορικό ταχυβόλο του Νούντελμαν, με το οποίο ήταν εξοπλισμένα τα Σογιούζ Ρ. Όμως, στην περίπτωση των Αλμάζ το όπλο είχε αμυντικό και όχι επιθετικό χαρακτήρα.
Μετά το Σαλιούτ 5, υπήρχαν σχέδια για την εκτόξευση ενός βελτιωμένου Αλμάζ στην περίοδο 1979-1980 με βάρος 35 τόνων και δύο θυρίδες πρόσδεσης/σύνδεσης ― μία για το Σογιούζ και μία για το ΤΚΣ. Τα σχέδια ματαιώθηκαν εξαιτίας της έλλειψης χρηματοδότησης και το πρόγραμμα Αλμάζ σταμάτησε το 1978 για να τερματιστεί οριστικά το 1980 (για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με το πρόγραμμα Αλμάζ, βλ. σχετικό άρθρο μας στην «Π&Δ», τεύχος Ιανουαρίου 1995).

ΒΚΣ: Το διαστημικό καταδιωκτικό

Οι Σοβιετικοί είχαν δραστηριοποιηθεί έντονα στην προσπάθεια για ένα επαναχρησιμοποιούμενο διαστημόπλοιο, αλλά αντιμετώπισαν τα ίδια τεχνικά προβλήματα που αντιμετώπισαν και οι Αμερικανοί με τα «αντωτικά σώματα» (lifting bodies). Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, δρομολογήθηκε το πρόγραμμα Σπιράλ, που έγινε γνωστό και με την ονομασία 50-50. Επρόκειτο για ένα μονοθέσιο αεροδιαστημοπλάνο, το ΕΠΟΣ (Εξπεριμεντάλνι Πιλατιρουγιαμόι Ορμπιτάλνι Σαμαλιότ ― Πειραματικό Επανδρωμένο Τροχιακό Αεροσκάφος). Το ΕΠΟΣ έμοιαζε πολύ με το αμερικανικό Dyna Soar. Το πρόγραμμα τερματίστηκε το 1969. Ένα άλλο σκάφος ήταν το Λαπότ (= σανδάλι), που κατασκευάστηκε το 1964 και δοκιμάστηκε σε ενδοατμοσφαιρικά τεστ το 1965. Τα σκάφη αυτά θα εκτοξεύονταν εναερίως από κάποιο υπερηχητικό μεταφορικό σκάφος. Υποψήφιο για το ρόλο αυτόν ήταν το Tu-144, το πρώτο υπερηχητικό επιβατηγό αεροσκάφος του κόσμου, πιστή αντιγραφή του γαλλοβρετανικού Concorde. Όμως, συνεχόμενα τεχνικά προβλήματα, δυο συντριβές και η κακή διαχείριση της Αεροφλότ έθεσαν τέρμα στην εμπορική καριέρα του Tu-144, το 1978.
H υπεροχή της αμερικανικής τεχνολογίας και οι εγγενείς αδυναμίες του σοβιετικού συστήματος είχαν επιβάλει μια στρατηγική, η οποία συνίστατο στην αντιγραφή τεχνολογίας μέσω κλοπής ή αγοράς της ― ιδιαίτερα μετά το 1970. Αυτό ίσχυσε ιδιαίτερα στον τομέα των σοβιετικών διαστημοπλάνων. Όπως είδαμε, τα ΕΠΟΣ και Λαπότ ήταν αντιγραφή των αμερικανικών αντωτικών σωμάτων, με τον ίδιο τρόπο που το Αλμάζ ήταν αντιγραφή του MOL. Όταν τα αντίστοιχα προγράμματα ακυρώνονταν στις ΗΠΑ, ακυρώνονταν και στην ΕΣΣΔ, άσχετα αν είχαν επενδυθεί δισεκατομμύρια ρούβλια και πολλά χρόνια προσπαθειών.
Όταν οι Αμερικανοί άρχισαν να σχεδιάζουν το διαστημικό λεωφορείο, οι Σοβιετικοί προχώρησαν στο σχεδιασμό ενός παραπλήσιου σκάφους (βλ. και πλαίσιο). Ταυτόχρονα, προχωρούσαν στην ανάπτυξη ενός μικρότερου σκάφους για την εξυπηρέτηση των αναγκών διαστημικών σταθμών. Μη επανδρωμένα σοβιετικά «αντωτικά σώματα» δοκιμάστηκαν σε υποτροχιακές πτήσεις, στο διάστημα 1969-1974, εκτοξευόμενα με τροποποιημένα ICBM και υπό το γενικό όνομα Μπορ (= πευκοδάσος). Η πρόοδος στο αμερικανικό διαστημικό λεωφορείο ώθησε τους Σοβιετικούς να προχωρήσουν το Μπορ, το οποίο μετονομάστηκε σε ΒΚΣ (Βαζντούσνο Κασμιτσέσκι Σαμαλιότ ― Αεροδιαστημοπλάνο). Η Μόσχα ενέκρινε το πρόγραμμα το 1976.
Το ΒΚΣ ήταν ένα μονοθέσιο σκάφος με πτέρυγες, με βάρος 15 τόνους, μήκος 16 μ. και εκπέτασμα πτερύγων 9,4 μ. Πραγματοποιήθηκαν 4 μη επανδρωμένες δοκιμές στο διάστημα 1976-1979, ενώ οι πρώτες επανδρωμένες πτήσεις θα γίνονταν στις αρχές της δεκαετίας του 1980 με τη βοήθεια του φορέα Προτόν. Για τις δοκιμές στην ατμόσφαιρα χρησιμοποιήθηκε μια παραλλαγή του ΒΚΣ εφοδιασμένη με κινητήρες, η οποία ονομάστηκε Προϊόν 105-11. Οι δοκιμές του Προϊόντος 105-11 ήταν απογοητευτικές. Έτσι, έως το 1980, τα προφανώς μεγαλύτερα πολιτικά και πρακτικά οφέλη ενός μεγαλύτερου σκάφους (βλ. παρακάτω) οδήγησαν στην εγκατάλειψη του προγράμματος.
Η πάγια σοβιετική τακτική οδήγησε στην αναβίωση του προγράμματος ΒΚΣ το 1986, ως αντίδραση στην πρωτοβουλία των ΗΠΑ να προχωρήσουν στην ανάπτυξη του αεροδιαστημοπλάνου NASP και στην Πρωτοβουλία Στρατηγικής Aμυνας, καθώς επίσης και στα σχέδια της Ευρωπαϊκής Διαστημικής Υπηρεσίας να αναπτύξει το δικό της αεροδιαστημοπλάνο, το Hermes.
Τον Μάιο του 1990, στο πλαίσιο μιας συνάντησης ειδικών από αμερικανικές και ρωσικές αεροδιαστημικές βιομηχανίες, έγιναν σημαντικότατες αποκαλύψεις για το ρόλο του ΒΚΣ. Οι δοκιμαστικές πτήσεις της δεκαετίας του 1980 ήταν τεστ για την ανάπτυξη ενός μεγάλης κλίμακας αντιδορυφορικού αναχαιτιστή. Το ΒΚΣ θα είχε διθέσιο πλήρωμα και θα ήταν εφοδιασμένο με ένα πυροβόλο χωρίς οπισθοδρόμηση ικανό για τροχιακές επιθέσεις (μάλλον εκείνο του Νούντελμαν). Το σκάφος θα εκτοξευόταν με πύραυλο Ζενίτ. Όταν το πρόγραμμα εκτοξεύσεων στρατιωτικών αποστολών διαστημικών λεωφορείων από τη Βάση Βάντενμπεργκ αναβλήθηκε το 1986, το σοβιετικό πρόγραμμα του διαστημικού καταδιωκτικού σταμάτησε. Οι Σοβιετικοί ―στο πλαίσιο μιας περίεργης έμμονης ιδέας, όπως θα δούμε και παρακάτω― πίστευαν πως τα διαστημικά λεωφορεία που θα εκτοξεύονταν από τη Βάση Βάντενμπεργκ θα μετέφεραν πυρηνικές βόμβες, τις οποίες θα μπορούσαν να ρίξουν σε οποιοδήποτε σημείο της ΕΣΣΔ, αφού θα πετούσαν σε πολικές τροχιές. Το ΒΚΣ είχε αποκλειστικό σκοπό να αναχαιτίσει και να καταστρέψει τα αμερικανικά διαστημικά λεωφορεία.

Ο πραγματικός ρόλος του Μπουράν

Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, στο πλαίσιο μιας «συμμετρικής απάντησης» (βλ. και πλαίσιο), εγκρίθηκε το πρόγραμμα για ένα μεγάλο διαστημικό λεωφορείο με την ονομασία ΒΚΚ (Βαζντούσνο Κασμιτσέσκι Καράμπλ ― Αεροδιαστημοσκάφος). Το ΒΚΚ ήταν ένα σκάφος που ―εξωτερικά τουλάχιστον― αποτελούσε πιστή αντιγραφή του αμερικανικού. Η διαφορά ήταν πως το σοβιετικό ΒΚΚ θα εκτοξευόταν «καβάλα» στο γιγάντιο φορέα Ενέργκια και δεν θα διέθετε κινητήρες, όπως το αμερικανικό σκάφος.
Η ανάπτυξη του ΒΚΚ άρχισε το 1981 και το 1984 αποπερατώθηκε το πρώτο σκάφος με το όνομα Μπουράν (= χιονοθύελλα). Το Μπουράν και τα άλλα ΒΚΚ που σχεδιάζονταν θα μπορούσαν να παραμείνουν στο διάστημα μέχρι 30 μέρες και να πραγματοποιήσουν όλες τις λειτουργίες των αμερικανικών (εξαπόλυση και περισυλλογή δορυφόρων, επιστημονικές και στρατιωτικές αποστολές κτλ.). Μια λειτουργία τους θα ήταν η μεταφορά σε τροχιά διαμερισμάτων-οχημάτων για τη συναρμολόγηση ενός τεράστιου διαστημικού σταθμού. Όλα αυτά θα μπορούσαν να γίνουν με τη δρομολόγηση του τεράστιου πυραυλικού φορέα Ενέργκια, ο οποίος είχε ικανότητα τοποθέτησης 100 τόνων σε χαμηλή τροχιά.
Το ΒΚΚ μπορούσε να προσεδαφίζεται σε ειδικό τροχοδιάδρομο στο Μπαϊκονούρ, αλλά και σε τρία προκαθορισμένα σημεία στην Κριμαία. Μέχρι το 1986, το πρόγραμμα προέβλεπε την κατασκευή 10 σκαφών ΒΚΚ και την πραγματοποίηση 10 δοκιμαστικών πτήσεων τα πρώτα 3 χρόνια. Όμως, μετά το Μπουράν, η κατασκευή άλλων τεσσάρων ΒΚΚ σταμάτησε. Μόνο το Μπουράν πραγματοποίησε μία και μοναδική μη επανδρωμένη πτήση, στις 15 Νοεμβρίου 1988, η οποία διήρκεσε 3 ώρες και 25 λεπτά. Τα τεράστια οικονομικά προβλήματα και η κατάρρευση της ΕΣΣΔ οδήγησαν σε συνεχείς αναβολές και τελικά, στον τερματισμό του προγράμματος, τον Ιούνιο του 1993.
Το 1991, ο Γιούρι Σεμιόνοφ, γενικός διευθυντής σχεδιασμού στο ΝΠΟ Ενέργκια, της κρατικής επιχείρησης που κατασκεύασε το σοβιετικό διαστημικό λεωφορείο και το φορέα Ενέργκια, αποκάλυψε πως και τα δύο είχαν σχεδιαστεί ως στρατιωτικά συστήματα με σκοπό την αντιμετώπιση του αμερικανικού διαστημικού λεωφορείου που, όπως πίστευαν οι Σοβιετικοί, μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την πραγματοποίηση ενός αιφνιδιαστικού πυρηνικού πρώτου πλήγματος από τροχιά. Η ΕΣΣΔ πίστευε πως είχε σοβαρούς λόγους να φοβάται κάτι τέτοιο, μάλλον επειδή η ίδια είχε αναπτύξει ένα παρόμοιο σύστημα, ήδη από τη δεκαετία του 1960 (FOBS). Στην πραγματικότητα, αυτό μπορεί να ίσχυε, αφού, αν τα αμερικανικά διαστημικά λεωφορεία πραγματοποιούσαν συχνές πτήσεις, θα μπορούσαν να μεταφέρουν αρκετές πυρηνικές κεφαλές στο αμπάρι τους για να πλήξουν ίσως τα σοβιετικά ραντάρ ΑΒΜ, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για μια γενικευμένη πυρηνική επίθεση.
«Λεγόταν», είπε ο Σεμιόνοφ, «ότι τα αμερικανικά διαστημικά λεωφορεία μπορεί να εμφανίζονταν πάνω από τη Μόσχα μετά την πρώτη τροχιά τους, πιθανώς μεταφέροντας ένα θανατηφόρο φορτίο. Έτσι, έπρεπε να πετύχουμε ισοδυναμία και να αναπτύξουμε ένα σύστημα καλύτερο από το αμερικανικό».
Η πεποίθηση αυτή ισχυροποιήθηκε στο Κρεμλίνο κατά τη διάρκεια της αμερικανικής αποστολής STS-51B/Challenger, τον Ιούνιο του 1985. Ενώ το σοβιετικό πρόγραμμα του ΒΚΚ βρισκόταν στα πρόθυρα ματαίωσης, το Πολιτμπιρό έδωσε εντολή για τη συνέχισή του. Τί είχε συμβεί;
Σύμφωνα με τον Βιατσεσλάβ Φίλιν, αναπληρωτή γενικό μηχανικό-σχεδιαστή του ΝΠΟ Ενέργκια, τα σοβιετικά ραντάρ εντόπισαν το Challenger να πραγματοποιεί κάτι που ερμηνεύτηκε ως ελιγμός βομβαρδισμού από τροχιά: το διαστημικό λεωφορείο είχε «βουτήξει» στην ατμόσφαιρα πάνω από τη Μόσχα και κατόπιν είχε ξανακερδίσει ύψος. «Μετά από αυτό», λέει ο Φίλιν, «το Πολιτμπιρό έδωσε εντολή να καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια για την ανάπτυξη ενός παρόμοιου όπλου. Σας διαβεβαιώ ότι, αν δεν υπήρχε το Μπουράν, δεν θα υπήρχε (διάσκεψη κορυφής Ρέιγκαν και Γκορμπατσόφ στο) Ρέικιαβικ. Οι Αμερικανοί δεν θα είχαν καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων».
Κάτι τέτοιο φαίνεται πολύ παρατραβηγμένο. Αλλά, ανεξάρτητα από τις πεποιθήσεις του Φίλιν, ο οποίος εδώ υπονοεί καθαρά πως το Μπουράν ήταν μέρος του σοβιετικού «Πολέμου των Aστρων», μάλλον το αντίθετο συνέβη. Το σημαντικό στοιχείο που βλέπουμε και πάλι εδώ είναι η έμμονη ιδέα των Σοβιετικών για πυρηνικό τροχιακό βομβαρδισμό ― και μάλιστα ενός στόχου με τρομερή ψυχολογική σημασία: τη Μόσχα. Όμως, ένας τέτοιου είδους βομβαρδισμός είναι ουσιαστικά ανέφικτος. Τα διηπειρωτικά βλήματα είναι πολύ πιο πρακτικά. Ίσως, ο φόβος να πήγαζε από το γεγονός ότι οι ίδιοι οι Σοβιετικοί είχαν αναπτύξει ένα σύστημα τροχιακού πυρηνικού βομβαρδισμού (FOBS) στη δεκαετία του 1960.

Το κύκνειο άσμα

Ίσως, το εντυπωσιακότερο από όλα τα σοβιετικά στρατιωτικά διαστημικά προγράμματα να ήταν το Πόλιους (= πόλος), το οποίο συμπεριελάμβανε έναν εντυπωσιακό διαστημικό σταθμό. Όμως, η καθυστέρηση ανάπτυξης του συστήματος Μπουράν-Ενέργκια και τελικά η κατάρρευση της ΕΣΣΔ δεν άφησαν περιθώρια για την υλοποίηση του προγράμματος.
Ο πρώτος που ανακοίνωσε δημόσια (αν και έμμεσα) την ύπαρξη του Πόλιους ήταν ο Αρχισχεδιαστής Γιούρι Κορνίλοφ με ένα άρθρο του στο ρωσικό περιοδικό «Γη και Σύμπαν». Σημειωτέον ότι ο Κορνίλοφ ήταν εξαιρετικά μετρημένος στις αποκαλύψεις του, αφού το πρόγραμμα εξακολουθεί να βρίσκεται ακόμη καλυμμένο από ένα πυκνό πέπλο μυστικότητας (ας σημειώσουμε εδώ ότι κανείς από τους Ρώσους κοσμοναύτες, από τους οποίους ο υπογράφων έχει πάρει συνέντευξη τα τελευταία χρόνια, δεν παραδέχτηκε καν την ύπαρξη τέτοιου προγράμματος!).
Στις 23 Μαρτίου 1983, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρέιγκαν έκανε την περιβόητη διακήρυξή του με την οποία ανακοίνωνε την πρόθεση των ΗΠΑ να δημιουργήσουν μια αντιπυραυλική ασπίδα με επίγεια και διαστημικά συστήματα, την περιβόητη Πρωτοβουλία Στρατηγικής Aμυνας ή (επί το... λαϊκότερον) «Πόλεμο των Aστρων». Σκοπός της ασπίδας θα ήταν η απόκρουση μεγάλης κλίμακας πυρηνικής επίθεσης.
Σύμφωνα με όλα τα δεδομένα που είναι γνωστά σήμερα, οι Ρώσοι πιάστηκαν κυριολεκτικά στον ύπνο. Ο τότε ηγέτης της ΕΣΣΔ Γιούρι Αντρόποφ κατηγόρησε αμέσως τις ΗΠΑ ότι επιδίωκαν τη στρατιωτική κυριαρχία στο διάστημα και ενέκρινε αμέσως το σχεδιασμό αντιμέτρων, στα οποία συμπεριλαμβανόταν και το Πόλιους. Παράλληλα, ο Αντρόποφ επιδίωκε την υπογραφή μιας συμφωνίας για την αποστρατιωτικοποίηση του διαστήματος, ώσπου αρρώστησε σοβαρά τον Ιούνιο του 1983. Αποφασίστηκε ότι το Πόλιους θα ήταν το πρώτο φορτίο του τεράστιου πυραυλικού φορέα Ενέργκια, ο οποίος αναπτυσσόταν εκείνη την εποχή και η πρώτη εκτόξευση του οποίου είχε οριστεί για το φθινόπωρο του 1986.
Μέσα στη βιασύνη να αναπτυχθεί το σύστημα Πόλιους σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, συνδυάστηκαν συστήματα από διάφορα προγράμματα. Το κεντρικό τμήμα του Πόλιους προήλθε από ένα τμήμα του υπό σχεδιασμό διαστημικού σταθμού Μιρ 2, μάζας 100 τόνων. Το τμήμα που θα στέγαζε τους κοσμοναύτες προήλθε από το υπάρχον ΤΚΣ (βλ. και προηγουμένως).
Όταν ο Αντρόποφ πέθανε τον Φεβρουάριο του 1984, ο διάδοχός του Κονσταντίν Τσερνιένκο εξακολούθησε τις πιέσεις για υπογραφή συνθήκης για την αποστρατιωτικοποίηση του διαστήματος. Η υπέρογκη αύξηση των στρατιωτικών δαπανών, οι ακαμψίες του συστήματος και η χρόνια κρίση στην ΕΣΣΔ οδηγούσαν με μαθηματική ακρίβεια σε υποχώρηση. Μετά τη δοκιμή ενός αντιβαλλιστικού βλήματος από τον αμερικανικό στρατό, τον Ιούνιο του 1984, και την απόρριψη μιας σοβιετικής διπλωματικής πρωτοβουλίας τον Ιούλιο, άρχισε αμέσως η κατασκευή του Πόλιους στο εργοστάσιο Χρουνιτσόφ, με την υψηλότερη δυνατή προτεραιότητα. Η κατασκευή ήταν υπό την προσωπική επίβλεψη του υπουργού Εξοπλισμών Ολέγκ Μπακλάνοφ (ο οποίος, αργότερα, θα ήταν μεταξύ των οργανωτών του πραξικοπήματος εναντίον του Γκορμπατσόφ).
Τον Μάρτιο του 1985, ο Τσερνιένκο πέθανε και τη θέση του πήρε ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, ο οποίος πρότεινε αμέσως πάγωμα στην ανάπτυξη όλων των διαστημικών όπλων. Οι δηλώσεις του Γκορμπατσόφ εκείνης της περιόδου αφήνουν να διαφανεί ότι το Πόλιους θα είχε τη δυνατότητα πυρηνικού βομβαρδισμού των ΗΠΑ μέσα σε έξι λεπτά από την αρχική διαταγή.
Ένα ομοίωμα του Πόλιους μεταφέρθηκε στο Μπαϊκονούρ τον Ιούλιο του 1986 για δοκιμές. Το σκάφος είχε μήκος 37 μέτρα, διάμετρο 4 μέτρα και ζύγιζε περίπου 80 τόνους. Λίγο πριν την εκτόξευση του Πόλιους και την παρθενική εκτόξευση του Ενέργκια στις 15 Μαΐου 1987, ο Γκορμπατσόφ επισκέφθηκε το Μπαϊκονούρ και έδωσε εντολή να μην πραγματοποιηθούν τα προγραμματισμένα τεστ των οπλικών συστημάτων.
Στο Πόλιους υπήρχε ένα αντιδορυφορικό πυροβόλο και ανακλαστήρας λέιζερ και, σύμφωνα με τον Κορνίλοφ, προσωπικό σε πλοία, αεροσκάφη και στο έδαφος επρόκειτο να λάβουν μέρος σε πειράματα με το Πόλιους σε τροχιά ― τα οποία μάλλον συμπεριελάμβαναν «βομβαρδισμό» του Πόλιους με δέσμες υπερύθρων και λέιζερ. Το Πόλιους διέθετε δεξαμενές με αέρια κρυπτόν και ξένον, τα οποία θα φωτοβολούσαν όταν εξαπολύονταν σε τροχιά για πειράματα σε σχέση με εξαπόλυση πυρηνικών κεφαλών.
Τελικά, η εσπευσμένη κατασκευή του Πόλιους και η ανάγκη περίπλοκων ελιγμών για είσοδο σε τροχιά είχαν αποτέλεσμα την αποτυχία της αποστολής. Το Πόλιους εξετράπη της πορείας του και έπεσε στο Νότιο Ειρηνικό λίγο μετά την εκτόξευσή του. Μέχρι σήμερα, κανένα μέλος των κυβερνήσεων Ρέιγκαν ή Μπους δεν έχει παραδεχτεί ή αποκαλύψει δημοσίως πληροφορίες για το Πόλιους, ενώ το Αμερικανικό Ναυτικό δεν έχει δείξει πρόθεση να ερευνήσει τα συντρίμμια του Πόλιους που αναπαύονται στο βυθό του Ειρηνικού Ωκεανού.
Με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και τη λήξη του «Ψυχρού Πολέμου», όλα τα φιλόδοξα προγράμματα για τροχιακά βομβαρδιστικά, δορυφόρους φονιάδες και στρατιωτικές επιχειρήσεις στο διάστημα έληξαν. Μπορεί, σήμερα, να ανησυχούμε για τις τοπικές εντάσεις, τους περιφερειακούς πολέμους και την ανισορροπία δυνάμεων, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι, πριν από λίγα χρόνια, νιώθαμε όλοι την καυτή ανάσα του πυρηνικού Αρμαγεδδώνα στο σβέρκο μας. Και όποιοι αναπολούν την Ισορροπία του Τρόμου (έχοντας προφανώς ξεχάσει ότι η εκτροπή της θα σήμαινε την ολική καταστροφή της ανθρωπότητας), ας απομακρύνουν λίγο το βλέμμα τους από την αποπροσανατολιστική καθημερινότητα και ας δουν λίγο πιο σφαιρικά την εικόνα.



Πολιτικοί και στρατιωτικοί σοβιετικοί διαστημικοί σταθμοί
Πρόγραμμα
Ημερομηνία εκτόξευσης
Ονομασία μετά την εκτόξευση
ΝτΟΚ-7Κ (νο 1)
19.4.1971
Σαλιούτ 1
ΝτΟΚ-7Κ (νο 2)
29.7.1971
[καταστράφηκε]
Αλμάζ (νο 1)
3.4.1973
Σαλιούτ 2
ΝτΟΚ-7Κ (νο 3)
11.5.1973
Κόσμος 557
Αλμάζ (νο 2)
25.6.1974
Σαλιούτ 3
ΝτΟΚ-7Κ (νο 4)
25.12.1974
Σαλιούτ 4
Αλμάζ (νο 3)
22.6.1976
Σαλιούτ 5
ΝτΟΚ-7Κ (νο 5)
29.9.1977
Σαλιούτ 6
ΝτΟΚ-7Κ (νο 6)
19.4.1982
Σαλιούτ 7
Σημ: Οι Ρώσοι ονομάτιζαν τα διαστημόπλοιά τους μόνο μετά την εκτόξευση.

Ουστίνοφ: ο άνθρωπος κλειδί

Η μεγάλη μυστικότητα, που αφορούσε σχεδόν σε κάθε πτυχή του σοβιετικού διαστημικού προγράμματος, οφειλόταν κατά μεγάλο ποσοστό στο γεγονός ότι οι στρατιωτικές δραστηριότητες έπαιζαν τον κύριο ρόλο. Όλες οι εγκαταστάσεις εκτοξεύσεων και τα γραφεία σχεδιασμού (ΟΚΜπ) υπάγονταν κατευθείαν στο υπουργείο Aμυνας ή στη Στρατιωτικο-βιομηχανική επιτροπή και από εκεί στην Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος.
Σημαντικό ρόλο μέσα σε αυτήν την ιεραρχία έπαιξε ο Ντμίτρι Ουστίνοφ, υψηλόβαθμο στέλεχος της σταλινικής περιόδου και μετέπειτα υπουργός Aμυνας. Μετά την πτώση του Χρουστσόφ, ο Ουστίνοφ όχι μόνο έγινε υποψήφιο μέλος του πανίσχυρου Προεδρείου (Πολιτμπιρό), αλλά και Γραμματέας της Γραμματείας της Κεντρικής Επιτροπής που εξειδικευόταν στην αμυντική βιομηχανία. Ο Ουστίνοφ έγινε το σημαντικότερο πρόσωπο στο σοβιετικό διαστημικό πρόγραμμα και διατήρησε τη θέση αυτήν ώς το 1976.
Μια γεύση από την τελική παρακμή και κατάρρευση του περίπλοκου συστήματος του σοβιετικού στρατιωτικο-διαστημικού συμπλέγματος δίνει ο Ρόαλντ Σαγκντέγεφ στο βιβλίο του «The Making of a Soviet Scientist»:
«Στη δεκαετία του 1980, ο Μπρέζνιεφ ήταν διανοητικά εξασθενημένος επί χρόνια και το Πολιτμπιρό δεν μπορούσε πλέον να απορρίψει το ενδεχόμενο ολοκληρωτικής οικονομικής κατάρρευσης της χώρας. Μέχρι τότε, ο Ουστίνoφ είχε φορέσει τη στολή του στρατάρχη, κατάλληλη για τη νέα του θέση ως υπουργός Aμυνας. Ισχυροποίησε τη θέση του στο Πολιτμπιρό και έγινε σχεδόν άτρωτος. Ήταν τότε που ξεστόμισε την περιβόητη φράση του που ποτέ δεν εμφανίστηκε στον Tύπο, αλλά κυκλοφόρησε στόμα με στόμα στη στρατιωτικοβιομηχανική κοινότητα: "Ο λαός μας είναι πολύ υπομονετικός και ανεκτικός. Το μόνο πράγμα που χρειάζεται η χώρα για την επιβίωσή της είναι ψωμί και άμυνα". Ενώ ο Ουστίνοφ δεν συμπεριέλαβε το "θέαμα" στη συνταγή των πραγμάτων που απαιτούνταν για την ευτυχία των ανθρώπων, είμαι σίγουρος ότι υπολόγιζε και τη συνέχιση των αγαπημένων του σόου στο Διάστημα».
Ένα σύστημα που δεν διαθέτει μηχανισμούς ελέγχου και εξισορρόπησης ―ένα σύστημα που δεν προσπαθεί καν να προσδιορίσει τα όριά του― είναι καταδικασμένο. Όμως, πιστεύω, ότι εξαιτίας της «συγκέντρωσης ισχύος στα χέρια του Ουστίνoφ, η βιομηχανία και ο στρατός επιτάχυναν σημαντικά την τελική πτώση».
«Αντιγράψτε ό,τι λειτουργεί»

Όπως θα γινόταν γνωστό αργότερα, το σοβιετικό διαστημικό λεωφορείο ήταν μια πιστή αντιγραφή του αμερικανικού, σε ό,τι αφορούσε στην εξωτερική του εμφάνιση και τα αεροδυναμικά του χαρακτηριστικά. Ο αναλυτής Charles Vick αναφέρει (http://www.fas.org/spp/civil/russia/energia.htm) ότι το σοβιετικό πρόγραμμα του διαστημικού λεωφορείου δρομολογήθηκε ως «συμμετρική ανταπόκριση» στο πρόγραμμα του αμερικανικού διαστημοπλοίου, το οποίο δεν ήταν καλά κατανοητό.
Στην πραγματικότητα, οι αποτυχίες του Ν-1, ο θάνατος των κοσμοναυτών του Σογιούζ 11 και η αποτυχία των Σαλιούτ 2 και 3, πριν το αμερικανικό Skylab, οδήγησαν σε μια ολοκληρωτική αναθεώρηση του σοβιετικού διαστημικού προγράμματος. Εκτός από την απομάκρυνση του Βασίλι Μισίν, αυτό αφορούσε και στη θεμελιώδη επανεξέταση της φιλοσοφίας σχεδιασμού μεγάλων πυραύλων και επανδρωμένων διαστημοπλοίων. Η κύρια καινοτομία ήταν να «δοκιμαστεί ό,τι λειτουργεί» (δηλαδή να αντιγραφούν αμερικανικά σχέδια). Το 1976, αποφασίστηκε να ξεκινήσουν τέσσερα προγράμματα:
· Ανάπτυξη ενός ισχυρότατου κινητήρα υγρού οξυγόνου/υγρού υδρογόνου. Επειδή οι Σοβιετικοί δεν είχαν εμπειρία σε τέτοιους κινητήρες, ο κινητήρας του αμερικανικού διαστημικού λεωφορείου θεωρήθηκε «πρότυπο».
· Υιοθέτηση «τμηματικής» (modular) προσέγγισης για τη δημιουργία πυραύλων μεγάλης και μεσαίας ανυψωτικής ικανότητας, καθώς και διαστημικού λεωφορείου από τα ίδια δομικά στοιχεία. Το σχέδιο του «πυρήνα» του νέου ισχυρότατου πυραύλου Ενέργκια βασιζόταν στην εξωτερική δεξαμενή του αμερικανικού διαστημικού λεωφορείου.
· Ανάπτυξη ενός διαστημικού λεωφορείου. Αυτό έγινε αντιγράφοντας εξ ολοκλήρου τον αεροδυναμικό σχεδιασμό του αμερικανικού λεωφορείου.
· Συνέχιση ενός προγράμματος με μίνι διαστημικό λεωφορείο (ΒΚΣ, βλ. και κείμενο).
Το κολοσσιαίο αυτό πρόγραμμα ήταν στην πραγματικότητα πολύ μεγαλύτερο και πολύ πιο φιλόδοξο από το σεληνιακό πρόγραμμα. Το συνολικό κόστος για την περίοδο 1976-1989 θα ανερχόταν τελικά σε 14 δισεκ. ρούβλια ― πενταπλάσιο από εκείνο των δαπανών για την ανάπτυξη του Ν-1.